Τα χρυσά έπη του Πυθαγόρου

Spread the love

Υπό το όνομα τούτο εσώθη ποιητική συλλογή 71 στίχων, εις τους οποίους περιέχεται η ηθική διδασκαλία του Πυθαγόρου και των Πυθαγορείων. Η σύνθεσις των στίχων τούτων αποδίδεται εις τους Νεοπυθαγορείους του δευτέρου προς τον τρίτον μετά Χριστόν αιώνος.  Η φράσις «Χρυσά έπη»άπαντα το πρώτον εις τον Αλεξανδρινόν Αλκίφρονα, ακμάσαντα περί το 200 μ. Χ., τον συγγραφέα των χαριτωμένων γνωστών επιστολών (των Εταιρών). Η γνώμη ότι τα «Χρυσά έπη» θα εγράφησαν υπό του Πυθαγόρου ή υπό των πρώτων Πυθαγορείων και ανασυνετέθησαν μεταγενεστέρως, υφ’ ην μορφήν έφθασαν μέχρις ημών, δεν φαίνεται ορθή. Απλή ανάγνωσις τούτων πείθει ότι ταύτα εγράφησαν πολύ μεταγενεστέρως. Οπωσδήποτε όμως το περιεχόμενον των έπων τούτων είναι γνησίως πυθαγορικόν και σύμφωνον προς την παράδοσιν δια την ηθικήν διδασκαλίαν του Πυθαγόρου και των Πυθαγορείων. Ταύτα έχουν ως εξής:

Ἀθανάτους μὲν πρῶτα θεούς, νόμωι ὡς διάκεινται, τίμα καὶ σέβου ὅρκον. ἔπειθ’ ἥρωας ἀγαυούς τούς τε καταχθονίους σέβε δαίμονας ἔννομα ῥέζων σούς τε γονεῖς τίμα τούς τ’ ἄγχιστ’ ἐγγεγαῶτας. τῶν δ’ ἄλλων ἀρετῆι ποιεῦ φίλον ὅστις ἄριστος. πραέσι δ’ εἶκε λόγοισ’ ἔργοισί τ’ ἐπωφελίμοισι. μηδ’ ἔχθαιρε φίλον σὸν ἁμαρτάδος εἵνεκα μικρῆς, ὄφρα δύνῆι· δύναμις γὰρ ἀνάγκης ἐγγύθι ναίει.

Ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι, κρατεῖν δ’ εἰθίζεο τῶνδε· γαστρὸς μὲν πρώτιστα καὶ ὕπνου λαγνείης τε καὶ θυμοῦ. πρήξηις δ’ αἰσχρόν ποτε μήτε μετ’ ἄλλου μήτ’ ἰδίηι· πάντων δὲ μάλιστ’ αἰσχύνεο σαυτόν. εἶτα δικαιοσύνην ἀσκεῖν ἔργωι τε λόγωι τε, μηδ’ ἀλογίστως σαυτὸν ἔχειν περὶ μηδὲν ἔθιζε, ἀλλὰ γνῶθι μέν, ὡς θανέειν πέπρωται ἅπασιν, χρήματα δ’ ἄλλοτε μὲν κτᾶσθαι φιλεῖ, ἄλλοτ’ ὀλεσθαι. ὅσσα δὲ δαιμονίαισι τύχαις βροτοὶ ἄλγε’ ἔχουσιν, ἣν ἂν μοῖραν ἔχηις, ταύτην φέρε μὴδ’ ἀγανάκτει. ἰᾶσθαι δὲ πρέπει καθ’ ὅσον δύνηι, ὧδε δὲ φράζευ· οὐ πάνυ τοῖς ἀγαθοῖς τούτων πολὺ Μοῖρα δίδωσιν.

Πολλοὶ δ’ ἀνθρώποισι λόγοι δειλοί τε καὶ ἐσθλοί προσπίπτουσ’, ὧν μήτ’ ἐκπλήσσεο μήτ’ ἄρ’ ἐάσηις εἴργεσθαι σαυτόν. ψεῦδος δ’ ἤν πέρ τι λέγηται, πράως εἶχ’. ὃ δέ τοι ἐρέω, ἐπὶ παντὶ τελείσθω· μηδεὶς μήτε λόγωι σε παρείπηι μήτε τι ἔργωι πρῆξαι μηδ’ εἰπεῖν, ὅ τί τοι μὴ βέλτερόν ἐστιν.

Βουλεύου δὲ πρὸ ἔργου, ὅπως μὴ μωρὰ πέληται· δειλοῦ τοι πράσσειν τε λέγειν τ’ ἀνόητα πρὸς ἀνδρός. ἀλλὰ τάδ’ ἐκτελέειν, ἅ σε μὴ μετέπειτ’ ἀνιήσει. πρᾶσσε δὲ μηδὲ ἓν ὧν μὴ ἐπίστασαι, ἀλλὰ διδάσκευ ὅσσα χρεών, καὶ τερπνότατον βίον ὧδε διάξεις. οὐ δ’ ὑγιείας τῆς περὶ σῶμ’ ἀμέλειαν ἔχειν χρή, ἀλλὰ ποτοῦ τε μέτρον καὶ σίτου γυμνασίων τε ποιεῖσθαι. μέτρον δὲ λέγω τόδ’, ὃ μή σ’ ἀνιήσει. εἰθίζου δὲ δίαιταν ἔχειν καθάρειον ἄθρυπτον καὶ πεφύλαξο τοιαῦτα ποιεῖν, ὁπόσα φθόνον ἴσχει. μὴ δαπανᾶν παρὰ καιρὸν ὁποῖα καλῶν ἀδαήμων μηδ’ ἀνελεύθερος ἴσθι. μέτρον δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστον. πρᾶσσε δὲ ταῦθ’, ἅ σε μὴ βλάψει, λόγισαι δὲ πρὸ ἔργου.
Μὴ δ’ ὕπνον μαλακοῖσιν ἐπ’ ὄμμασι προσδέξασθαι, πρὶν τῶν ἡμερινῶν ἔργων τρὶς ἕκαστον ἐπελθεῖν· «πῆι παρέβην; τί δ’ ἔρεξα; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη;» ἀρξάμενος δ’ ἀπὸ πρώτου ἐπέξιθι καὶ μετέπειτα δειλὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο, χρηστὰ δὲ τέρπευ.

Ταῦτα πόνει, ταῦτ’ ἐκμελέτα, τούτων χρὴ ἐρᾶν σε· ταῦτά σε τῆς θείης Ἀρετῆς εἰς ἴχνια θήσει ναὶ μὰ τὸν ἁμετέραι ψυχᾶι παραδόντα τετρακτύν, παγὰν ἀενάου φύσεως. ἀλλ’ ἔρχευ ἐπ’ ἔργον θεοῖσιν ἐπευξάμενος τελέσαι.

Τούτων δὲ κρατήσας γνώσεαι ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ’ ἀνθρώπων σύστασιν, ἧι τε ἕκαστα διέρχεται, ἧι τε κρατεῖται, γνώσηι δ’, ἣ θέμις ἐστί, φύσιν περὶ παντὸς ὁμοίην, ὥστε σε μήτε ἄελπτ’ ἐλπίζειν μήτε τι λήθειν. γνώσηι δ’ ἀνθρώπους αὐθαίρετα πήματ’ ἔχονταςτλήμονας, οἵτ’ ἀγαθῶν πέλας ὄντων οὔτ’ ἐσορῶσιν οὔτε κλύουσι, λύσιν δὲ κακῶν παῦροι συνιᾶσιν. Τοίη μοῖρ’ αὐτῶν βλάπτει φρένας· ὡς δὲ κύλινδροι ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλα φέρονται ἀπείρονα πήματ’ ἔχοντες. λυγρὰ γὰρ συνοπαδὸς Ἔρις βλάπτουσα λέληθεν σύμφυτος, ἣν οὐ δεῖ προάγειν, εἴκοντα δὲ φεύγειν.

Ζεῦ πάτερ, ἦ πολλῶν κε κακῶν λύσειας ἅπαντας, εἰ πᾶσιν δείξαις, οἵωι τῶι δαίμονι χρῶνται. ἀλλὰ σὺ θάρσει, ἐπεὶ θεῖον γένος ἐστὶ βροτοῖσιν, οἷς ἱερὰ προφέρουσα φύσις δείκνυσιν ἕκαστα.

Ὧν εἴ σοί τι μέτεστι, κρατήσεις ὧν σε κελεύω ἐξακέσας, ψυχὴν δὲ πόνων ἀπὸ τῶνδε σαώσεις. ἀλλ’ εἴργου βρωτῶν ὧν εἴπομεν ἔν τε Καθαρμοῖς ἔν τε Λύσει ψυχῆς, κρίνων καὶ φράζευ ἕκαστα ἡνίοχον γνώμην στήσας καθύπερθεν ἀρίστην. ἢν δ’ ἀπολείψας σῶμα ἐς αἰθέρ’ ἐλεύθερον ἔλθηις, ἔσσεαι ἀθάνατος, θεός ἄμβροτος, οὐκέτι θνητός.

Εν πρώτοις τίμα τους αθανάτους θεούς, ως είναι καθιερωμένον, και σέβου τον όρκον, έπειτα τους ένδοξους ήρωας, και σέβου τους εις τον Άδην θεούς, πράττων τα νόμιμα, και τίμα τους γονείς σου και τους πλησιέστατους συγγενείς, εκ δε των άλλων ανθρώπων να κάνης φίλον, τον άριστον κατά την αρετήν.

Να προτιμάς λόγους γλυκείς κι΄ επωφελείς, μηδέ να γίνης εχθρός προς φίλον σου δια μικρόν παράπτωμα του, εφ’ όσον ‘ ημπορείς διότι η δύναμις κατοικεί πλησίον της ανάγκης.

Ταύτα μεν έχουν ούτω, συνήθιζε δε να είσαι κύριος των έξης : Εν πρώτοις της πολυφαγίας και του ύπνου, και της λαγνείας και του θυμού· ποτέ δε να μη πράξης αισχρόν μήτε με άλλον μήτε μόνος από όλους δε προ παντός να εντρέπεσαι τον εαυτόν σου. Έπειτα ν’ ασκής την δικαιοσύνην με λόγους και με έργα, ουδέ να συνηθίζης να είσαι ασυλλόγιστος, αλλά γνώριζε ότι είναι πεπρωμένον ν’ αποθάνουν όλοι, τα χρήματα δε άλλοτε μεν αγαπά η μοίρα να αποκτώνται, άλλοτε δε να χάνωνται.

Όσα δε κακά έχουν οι άνθρωποι εκ κακής τύχης, και επομένως και συ, ταύτα υπόφερε και μη αγανακτεί, θεράπευε δε αυτά όσον ημπορείς· έχε δε υπ’ όψει τα έξης : η Μοίρα εις τους καλούς ανθρώπους δεν δίδει πολλά κακά.

Εις τους ανθρώπους, πολλοί λόγοι κακοί και καλοί λέγονται, οι όποιοι να μη σε εκπλήσσουν, αλλ’ ούτε και να τους απορρίπτης, εάν δε λέγεται τι ψεύδος να το ακούς με πραότητα, και να εκτελής πάντοτε ό,τι θα σου είπω:

Κανείς να μη σε παραπείση με λόγους ή έργα να πράξης ή να είπης κάτι, το όποιον να μη σε καθιστά καλύτερον.
Να σκέπτεσαι προ πάσης πράξεως, ίνα μη κάνης ανοησίας· είναι ίδιον δυστυχούς ανθρώπου να πράττη και να λεγη ανόητα· αλλά να πράττης εκείνα, δια τα οποία δεν θα μετανοήσης.

Να πράττης δε μόνον ό,τι γνωρίζεις και να μάθης όσα είναι ανάγκη, οπότε θα διέλθης τερπνότατον βίον.
Έχεις δε καθήκον να μη αμελής της περί το σώμα υγείας, αλλά ποτού και φαγητού και γυμναστικής μέτρον να έχης· εννοώ δε μέτρον ό,τι δεν θα σου προξενή λύπην.

Συνήθιζε δε να έχης καθαράν και λιτήν τροφήν και φυλάξου να μη πράττης όσα προκαλούν φθόνον· μη εξόδευε ασκόπως, όπως πράττουν οι αδαείς των καλών, μηδέ να είσαι ανελεύθερος, και μέτρον δι’ όλα είναι άριστον πράττε δε ταύτα, τα οποία δεν θα σε βλάψουν, σκέψου δε προ πάσης πράξεως.

Μηδέ να δέχεσαι τον γλυκύν ύπνον εις τα μάτια σου. πριν εξέτασης τρεις φοράς έκαστον ημερήσιον έργον σου, λέγων: «Τι κακόν έκαμα; Τι καλόν έκαμα; Ποίον καθήκον παρέλειψα;», αρχίζων από το πρώτον έργον σου και έπειτα από τα άλλα· και δια τα κακά μεν να επιπλήττης τον εαυτόν σου, δια τα καλά δε να χαίρεσαι.

Να εφαρμόζης αυτά τα παραγγέλματα, να τα σκέπτεσαι, να τα αγαπάς· αυτά θα σε οδηγήσουν προς την θείαν αρετήν, «ναι μα τον παραδώσαντα εις την ψυχήν μας την τετρακτύν, πηγήν αενάου (αιωνίας) φύσεως».

Αλλ’ άρχιζε το έργον σου επικαλούμενος την βοήθειαν των θεών· τηρών δε ταύτα τα παραγγέλματα, τότε θα γνωρίσης και των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων την σύστασιν, πώς το κάθε τι παρέρχεται ή μένει, θα μάθης δε, αν τούτο επιτραπή, ότι η φύσις είναι παντού όμοια, ώστε μήτε τ’ ανέλπιστα να ελπίζης, μήτε να σου διαφεύγη τι.

Θα μάθης δε, ότι οι άνθρωποι έχουν συμφοράς, οι δυστυχείς, οι οποίοι, πλησίον όντες των αγαθών ούτε τα βλέπουν, ούτε τ’ ακούουν, ολίγοι δε γνωρίζουν ν’ απαλλάσσωνται των κακών· τοιαύτη μοίρα βλάπτει τας φρένας των· ως κύλινδροι δε φέρονται άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, έχοντες απείρους συμφοράς· διότι τους διαφεύγει ότι η ολεθρία συνοδοιπόρος Έρις βλάπτουσα, είναι συνυφασμένη με αυτούς, και δεν πρέπει να την προάγωμεν, αλλά να την αποφεύγωμεν.

Ζεύ πάτερ, ημπορείς βέβαια ν’ απαλλάξης όλους όλων των κακών, εάν δείξης εις όλους ποίαν ψυχήν έχουν.
Αλλά συ θάρρει, διότι είναι θείον το γένος των θνητών εις τους οποίους η Ιερά φύσις δεικνύει όλα, εάν δ’ αύτη σου τ’ αποκάλυψη θα γίνης κάτοχος των παραγγελμάτων μου. απαλλάξας δε την ψυχήν από των κακών τούτων, θα την σώσης.

Αλλ’ απέχου τροφών, περί ων είπομεν, και δια την κάθαρσιν και δια την λύτρωσιν της ψυχής, κρίνων και σκεπτόμενος έκαστα, έχων ως οδηγόν την εξ ύψους αρίστην γνώμην.

Αν δε, αφού αφήσης εις την γην το σώμα, έλθης εις τον ελεύθερον αιθέρα, θα είσαι αθάνατος, άφθαρτος θεός, ουχί πλέον θνητός.

Εγκυκλοπεδικό λεξικό «ΗΛΙΟΥ»

Leave a Reply