Νεότερος του Θαλή, ο Αναξίμανδρος γεννήθηκε το 611 π. Χ.· λέγεται πως πρώτος αυτός συνέγραψε έργο με τίτλο Περί Φύσεως, το 547 π.Χ., λίγο πριν από το θάνατο του: το βιβλίο αυτό μάλιστα υπήρχε και στη βιβλιοθήκη του Λυκείου, άρα ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος πρέπει να το είχαν διαβάσει.
Η ζωή του Αναξίμανδρου μας είναι σχεδόν παντελώς άγνωστη, αν και διαδραμάτισε πιθανότατα σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πολιτείας του, καθώς ηγήθηκε της ίδρυσης μιας νέας αποικίας των Μιλησίων στη Μαύρη Θάλασσα, της Απολλωνίας.
Του αποδίδονται ένας χάρτης της γης, οι αστρονομικές εργασίες για τον προσδιορισμό του μεγέθους της απόστασης των αστέρων, η επινόηση του ηλιακού πίνακα καθώς και του γνώμονα: λέγεται, τέλος, πως δίδασκε ότι η γη είναι σφαιρική και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος.
Δεν μας έχουν απομείνει πια απ’ αυτόν παρά ελάχιστες γραμμές, που έχουν προσφέρει όμως, από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ, λαβή για πολυάριθμους σχολιασμούς:
«Απ’ όπου όμως γεννιούνται τα όντα, εκεί ξαναγυρίζουν φθειρόμενα, σύμφωνα με μια αναγκαιότητα: γιατί πληρώνουν το ένα στο άλλο την αδικία που κάνουν κατά τη διάταξη του χρόνου»
(« Ἐξ ὧν δέ ἡ γένεσίς ἐστί τοῖς οὖσι καί τήν φθοράν εἰς ταῦτα γίγνεσθαι κατά /τό/ χρεών· διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν (ἀλλήλοις) τῆς ἀδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν») (12 Β 1).
Θα μπορούσε κατ’ αρχήν να επιχειρήσει κανείς μια «φυσική» ερμηνεία των αποφάνσεων αυτών, φέροντας τες να λένε πως οι επιμέρους ουσίες εξήχθησαν, αποχωριζόμενες από την πρωταρχική ύλη όπου μέλλουν να επανέλθουν μετά την αποσύνθεση τους. Υφίσταται, λοιπόν, κατά τον Αναξίμανδρο ένας πραγματικός κύκλος των υλικών στοιχείων.
Ο Νίτσε όμως διέκρινε στο απόσπασμα αυτό μια κοσμοθεωρία που υπέρ βαίνει κατά πολύ το στενό πλαίσιο μιας «φυσικής» εξήγησης. Κατ’ αυτόν θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι «κάθε γίγνεσθαι είναι και μια πράξη χειραφέτησης υπόλογη ενώπιον του αιωνίου όντος: μια ύβρις που μόνο με θάνατο ξεπληρώνεται» (όπ.π., σ. 50). Αργότερα, ο Λέον Τσέστοβ θα τονίσει, και αυτός, πως «ο Αναξίμανδρος θεωρεί ότι τα πράγματα «ἐν τῷ γεννᾶσθαι», αποσπώμενα της θείας και πρωταρχικής ενότητας προκειμένου να φθάσουν στην ειδικότητα της ύπαρξης τους, διέπραξαν μια μεγίστου βαθμού ανευλαβή πράξη, για την οποία μέλλουν δικαίως να υποστούν την εσχάτη των ποινών: το θάνατο, την καταστροφή. Η ύπαρξη άρα, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, θα πρέπει να είναι κατ’ ουσίαν μια απώλεια, μια εγκατάλειψη της πρωταρχικής πηγής, όπως ακριβώς άλλωστε το μαρτυρεί, στις λατινογενείς γλώσσες, το πρόθεμα ex του existentia. Στο ίδιο πνεύμα, o Gomperz θα υπογραμμίσει πως κάθε επιμέρους ύπαρξη φάνταζε στον Αναξίμανδρο σαν ένας «σφετερισμός» και παρομοιάζει την κοσμοθεωρία του με αυτή του βουδισμού.
Για τον Γαίγκερ, όμως, το να ορίζεται η ύπαρξη ως ένα είδος αμαρτήματος δεν ανταποκρίνεται σε ελληνικές ιδέες: κατ’ αυτόν, ο όρος ἀλλήλοις, που απουσίαζε μάλιστα από τις πρώτες εκδόσεις του Ντιλς, υποδεικνύει πως ο Αναξίμανδρος αναφέρεται στο πώς αναπτύσσονται τα πράγματα, το καθένα σε βάρος των υπολοίπων. Η πάλη αυτή μάλιστα παρομοιάζεται με τις δίκες που εγείρουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η εγγενής, λοιπόν, στον κοινωνικό βίο διαδικασία της επανόρθωσης ανευρίσκεται μέσα σε μια φύση υποβαλλόμενη σ’ ένα παρεμφερές νομικό καθεστώς που προσδιορίζει το χρόνο. Ο Αναξίμανδρος άρα διατύπωσε «έναν ηθικό, και όχι φυσικό, νόμο της φύσης. Υπάρχει κάτι το βαθύτατα θρησκευτικό στην αντίληψη του για τα φυσικά φαινόμενα, φαινόμενα υποκείμενα σ’ ένα ηθικό πρότυπο».
Η πιο πρόσφατη όμως ερμηνεία του αποσπάσματος του Αναξίμανδρου είναι αυτή του Χάιντεγκερ, ο οποίος, μάλιστα, εμπλέκει στο ζήτημα ορισμένες, συχνά εξαιρετικά σκοτεινές, φιλολογικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις. Κατ’ αυτόν, το κείμενο του Αναξίμανδρου δεν μας είναι ιδιαίτερα σαφές γιατί δεν γνωρίζουμε πια επακριβώς τι σήμαιναν για τους Έλληνες αυτά τα «όντα» αλλά ούτε καν τι σημαίνουν σήμερα για μας· στην εποχή μας έχουμε περιπέσει σε μια κατάσταση σύγχυσης, που οφείλεται στη λήθη του Είναι, στην «άσκοπη περιπλάνηση» όπου μας έχει βυθίσει η λήθη του χάσματος που χωρίζει το Είναι από το όν. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, το Είναι για τους Έλληνες δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο έννοια, ήταν παρουσία· τα όντα άρα είναι παρόντα πράγματα που διαδέχονται άλλα παρόντα πράγματα κι αυτό κατά το χρεών. Το όλο πρόβλημα για το οποίο μας μιλά ο Αναξίμανδρος δεν είναι άλλο από αυτό της ύπαρξης του όντος. Η ύπαρξη παρουσιάζεται στην ομιλία ως ύπαρξη του όντος· τα όντα πάλι αντιπροσωπεύουν την ολότητα των όντων που διαδέχονται το ένα το άλλο ως ισάριθμες παρουσίες. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, όταν κάνουμε σήμερα λόγο για τα παρόντα, μιλάμε για το «τώρα», παρεμβάλλοντας έτσι μια θεωρησιακή αντίληψη μεταγενέστερη του Αναξίμανδρου. Με τον τελευταίο, αντίθετα, τοποθετούμαστε στο ανοικτό πεδίο της διανοιγόμενης ύπαρξης, όπου δεν υφίσταται διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου. Τα όντα λοιπόν διαδέχονται το ένα το άλλο· με τη διάνοιξη, άλλα κάνουν την εμφάνιση τους μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την αποκάλυψη κι άλλα εξαφανίζονται, θα λέγε κανείς, πίσω από το σκηνικό. Παραμένει ωστόσο η μοναδική ευρύτητα της παρουσίας. Η αλήθεια δεν είναι αποκλειστικό κατηγόρημα των κρίσεων αλήθεια και ύπαρξη αποτελούν μια μοναδική ενότητα. Προς τι λοιπόν η αδικία; Διότι κάθε πράγμα δεν μπορεί να υφίσταται παρά μόνον αποσπώμενο από τα άλλα, χρονοτριβώντας μέσα στην παρουσία, μέσα σ’ ένα είδος εγωισμού της παρουσίας. Από εδώ πηγάζει κι η απαισιοδοξία του Αναξίμανδρου, απαισιοδοξία που ξανασυναντάμε σε ορισμένες αποστροφές του Αισχύλου. Το ον όμως δεν παγιώνεται ποτέ κι έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως η θέαση αυτή δεν είναι τελικά απαισιόδοξη αλλά τραγική. Η ύπαρξη του όντος ως όντος συνιστά την αδικία· η ύπαρξη του όντος ως όντος συνιστά τη δικαιοσύνη. Καθώς λέει κι ο Ντε Βαλένζ σχολιάζοντας τον Χάιντεγκερ: «Το δράμα είναι πως το ον μας εξαναγκάζει να περιπλανώμαστε αναζητώντας το είναι, χάριν όμως του οποίου το ίδιο (το ον) καθίσταται παρόν, ενώ ταυτόχρονα μας αποκρύβει το ίδιο το γεγονός της περιπλάνησης στην οποία, λόγω ακριβώς του πεπερασμένου μας, το ίδιο μας έχει υποχρεώσει».
Γνωρίζουμε ακόμα πως ο Αναξίμανδρος τοποθετούσε το άπειρον ως αρχήν του παντός: θεωρείται μάλιστα ο πρώτος που έκανε χρήση της λέξης αρχή για το σκοπό αυτό. Η απόδοση όμως του ίδιου του όρου άπειρον θέτει ένα πρόβλημα. Δικαίως φαίνεται να υπογραμμίζει ο Νίτσε πόσο σημαντικό είναι να αποδίδεται ως δίχως όριο (Indefinitum) και όχι ως δίχως πέρας (Infinitum), εφόσον για τους Έλληνες, αντίθετα με μας, ιδίως μετά τον Ντεκάρτ, το τελευταίο δήλωνε κατ’ εξοχήν κάτι το μη περατούμενο, κάτι το ατελές. Αρκετοί είναι οι σχολιαστές που βλέπουν το άπειρον του Αναξίμανδρου σαν ένα είδος πρωταρχικού χάους, σαν μια ακαθόριστη μάζα ζώσης ύλης απ’ όπου, υποτίθεται, αναδύθηκαν τα πάντα. Κατά της «φυσικής» αυτής εξήγησης, όμως, διαθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες του Αριστοτέλη, που μας λέει συγκεκριμένα πως ο ίδιος ο Αναξίμανδρος χαρακτήριζε το άπειρον ως «θείο» αφού «ἀίδιον εἶναι καί ἀγήρω» (Φυσικά, 203 β 6). Εδώ ακριβώς αναζητεί κι ο Γαίγκερ στηρίγματα των θέσεων του. Δηλώνοντας, κατ’ αυτόν, ο Αναξίμανδρος πως το απεριόριστο «αγκαλιάζει και κυβερνά τα πάντα», δεν κάνει άλλο από το να πληροί την ύπατη αξίωση κάθε θρησκευτικής σκέψης έναντι του θείου. Πρόκειται λοιπόν για μια οντολογική και για μια θεολογική ερμηνεία του φιλοσόφου. Εμπνεόμενος από την ιδέα αυτή, ο Πωλ Σέλιγκμαν βλέπει στο άπειρον του Αναξίμανδρου μια απαρχή, που η ίδια της δεν γνώρισε ποτέ αρχή, έναν γεννήτορα των πάντων, που ο ίδιος όμως είναι αγέννητος· είναι το Urgrund, η πρωταρχική πηγή απ’ όπου ξεπήδησαν τα άτομα που, για να εισέλθουν στο γίγνεσθαι, διαπράττουν την αδικία κι έπειτα, εγκαταλείποντας την ύπαρξη τους και επιστρέφοντας στο άπειρον, καταβάλλουν το τίμημα που συνεπάγεται η ύπαρξη τους. Ο αφανισμός άρα είναι και μια επιστροφή στην πηγή της ζωής, ώστε αυτό που, υπό το πρίσμα της πεπερασμένης ύπαρξης, είναι επανεμφάνιση και κολασμός, υπό το πρίσμα του απείρου φαίνεται απελευθέρωση και απολύτρωση. Έτσι λοιπόν η σχέση απείρου – αδικίας μαρτυρεί, κατ’ αυτήν την ερμηνεία, τον ασίγαστο πόθο του ανθρώπου για επανασύνδεση με το θείο μέσα από τις διάφορες αντιξοότητες του εδώ και τώρα.
Πριν ακόμα προτείνουμε κάποιο συμπέρασμα, καλό θα ήταν να εξετάσουμε ό,τι γνωρίζουμε ακόμα σχετικά με τον Αναξίμανδρο. Για το περιεχόμενο της φυσικής του θεωρίας δεν διαθέτουμε παρά κάποιες σκόρπιες ενδείξεις. Μας λέει λοιπόν ότι: «Τα ζώντα όντα γεννήθηκαν από το υγρό στοιχείο, όταν αυτό εξατμίστηκε πια από τον ήλιο. Στην αρχή ο άνθρωπος έμοιαζε με κάποιο άλλο ζώο, μάλλον με ψάρι» (12 Α 11, 6). Πολλοί είναι αυτοί που επιχείρησαν, ιδίως γύρω στα 1870, να μετατρέψουν τον Αναξίμανδρο σε πρόγονο του Δαρβίνου, ενώ άλλοι δεν είδαν στις φράσεις που παραθέσαμε τίποτα πέρα από κατάλοιπα μυθολογιών. Ίσως είναι η κατάλληλη ευκαιρία εδώ να αναρωτηθούμε, εν είδει συμπεράσματος, αν τελικά ο δαρβινισμός συναντά πράγματι τον Αναξίμανδρο, όχι όμως ως επιστήμη αλλά ως σημαίνουσα υπερερμηνεία σχετικά με το πρόβλημα της καταγωγής των ειδών. Ο Αναξίμανδρος πριν απ’ όλα αφηγείται και μόνον εκ των υστέρων μας είναι δυνατόν να αναρωτηθούμε αν έκανε εμπειρικές παρατηρήσεις· αντίθετα, ο Δαρβίνος παρατηρεί, συνήθως όμως ξεχνάμε να αναρωτηθούμε μήπως τελικά κι αυτός καταλήγει να αφηγείται. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να ανακαλύψουμε στη Thalassa του Σ. Φερέντσι μια εκ παραλλήλου θέαση του ψυχαναλυτικού και προσωκρατικού κόσμου ως επιστροφή στο απεριόριστο ή το άπειρο, μετά τον αποχωρισμό της γέννησης. Ο Φερέντσι αναπτύσσει μια «βιολογία του βάθους», εμμένοντας στην ιδέα πως κάθε έμβιο ον επιζητεί να επιστρέψει στην «γαλήνη της ανόργανης φύσης», να προβεί σε μια θαλάσσια οπισθοδρόμηση, που αποσκοπεί στην ακύρωση της γέννησης του· η συνουσία απεικονίζει επακριβώς την θεμελιακή αυτή επιθυμία. Αλλά και. σ’ αυτό ακόμα το Eurêka του Ε.A. Poe δεν μπορούμε άραγε να βρούμε ένα όραμα του κόσμου που φαίνεται να το εμπνεύστηκε απευθείας από τον Αναξίμανδρο, ιδίως όταν γράφει: «Η γενική μου πρόταση είναι η εξής: μέσα στην πηγαία αιωνιότητα του πρωταρχικού όντος περιέχεται η δευτερεύουσα αιτία όλων των όντων, καθώς και το σπέρμα της άφευκτης καταστροφής». Έτσι αναπτύσσεται ένα ρεύμα ποιητικής και μεταφυσικής ερμηνείας των θεωριών του Νεύτωνα και του Λαπλάς, σύμφωνα με την οποία η βαρύτητα αποτελεί το αποτέλεσμα μιας εξακτίνωσης του πολλαπλού με βάση το ένα: η διάχυση αυτή θα πάψει μόνον την ημέρα που το πολλαπλό θα . επιστρέψει στην αρχική του πηγή.
Τι να πει κανείς τελικά; Τα ελάχιστα που μας έχουν απομείνει από την σκέψη του Αναξίμανδρου δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με τρόπο βέβαιο κι αντικειμενικό τι θέλησε πραγματικά να πει. Το γεγονός όμως και μόνο πως ο λόγος αυτός έφθασε ως εμάς δια μέσου των αιώνων είναι ίσως ήδη ένα σημάδι πως δεν έχει ακόμα πάψει να μιλά στους ανθρώπους: είδαμε άλλωστε, μέσα από μερικά παραδείγματα, τι και πόσα θα μπορούσε να τους λέει. Δεν είναι άραγε αυτό ένδειξη ενός λόγου που φέρει ανεξάντλητο φορτίο νοημάτων κι ωστόσο η σημασία του βρίσκεται πριν απ’ όλα σ’ αυτό ακριβώς που μας λέει; Προεπιστημονική σύλληψη του κόσμου ή μυθολογία; Ίσως θα πρέπει τελικά να απορρίψουμε το ίδιο το δίλημμα, αποφαινόμενοι πως πρόκειται ταυτόχρονα για μια επιστήμη προς απομυθολογικοποίηση και για μια μυθολογία προς γνώση: και οι δυο τους μαζί δεν είναι παρά το υπόστρωμα κοσμοθεωριών που έχουν κοινή τη ρίζα τους και μας εξωθούν στο πεδίο της αγωνίας για την ανθρώπινη συνθήκη.
Jean Brun «ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ»