Ο αρθρογράφος επικαλείται διάφορα παραδείγματα καταστροφών έργων τέχνης κατά τη μετακίνησή τους και διερωτάται ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της απόφασης του Βρετανικού Μουσείου, προσθέτοντας: «Ο δανεισμός αποτελεί “μέρος των συνεχιζόμενων ανταλλαγών μεταξύ μουσείων στη Βρετανία και στη Ρωσία”, αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του δελτίου Τύπου. Η ανακοίνωση επικαλείται μια σειρά πρόσφατων δανείων από τη Ρωσία προς τα βρετανικά μουσεία, αλλά και μερικά έργα τέχνης που έχουν προγραμματιστεί να δανειστούν στη Ρωσία στο μέλλον». Μεταξύ άλλων, σημειώνει επίσης: «Αυτό το σημείο της ανακοίνωσης θυμίζει την παροιμία: “Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο”. Υπάρχει άλλος ένας λόγος που ο δανεισμός αυτός ήταν κακή ιδέα. Πολλά μουσεία έχουν “αντικείμενα προορισμού”, αντικείμενα δηλαδή στη συλλογή τους που καθορίζουν το ίδιο το μουσείο και δεν επιτρέπεται η απομάκρυνσή τους. Αν μη τι άλλο σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται τα Γλυπτά του Παρθενώνα, σε σημείο που, για πολλούς επισκέπτες, αυτά αποτελούν το Βρετανικό Μουσείο. Και δεν είναι περίεργο. Τα Γλυπτά αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο επίτευγμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το αποκορύφωμα μιας μακραίωνης επιθυμίας για απεικόνιση του κόσμου όπως φαίνεται και παρουσίαση του διαρκούς ιδανικού της ανθρώπινης ομορφιάς. Η επιρροή τους στους καλλιτέχνες κατά τους αιώνες υπήρξε ανυπολόγιστη. Ναι, αυτός ο ποταμός- θεός δεν είναι παρά ένα από τα πολλά αντικείμενα που έφερε ο Λόρδος Έλγιν. Αλλά ο Ιλισός αποτελεί μέρος ενός συνόλου γλυπτών που πρέπει να παρουσιάζονται ενωμένα, όπως ήταν στον Παρθενώνα. Πάρτε τον μακριά και θα καταστήσετε το μουσείο “ένα χαμόγελο που του λείπουν δόντια”».
Τέλος, ο αρθρογράφος υπογραμμίζει ότι «χωρίς αμφιβολία, λόγω των αναταραχών που έχει βιώσει η Ρωσία κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της, η επιβίωση του Μουσείου Ερμιτάζ για 250 χρόνια, είναι ένα γεγονός που πρέπει να εορτάζεται. Αλλά όχι θέτοντας σε κίνδυνο ένα από τα θεμελιώδη αριστουργήματα της δυτικής τέχνης ή εξαπατώντας τους επισκέπτες που συρρέουν κατά χιλιάδες για να το δουν κάθε χρόνο».
πηγη: ΑΠΕ-ΜΠΕ