Ο τάφος του Φιλίππου Β΄, 336 π.Χ. ένα από τα εκθέματα στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων των Αιγών που βρίσκεται στη Βεργίνα της Ημαθίας.
«Νέα ευρήματα από τον τάφο Ι των Αιγών» ήταν ο τίτλος της πολυσυζητημένης πριν την διεξαγωγή της επιστημονικής ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης στις 05 Σεπτεμβρίου του 2014.
Ουσιαστικά επρόκειτο για την παρουσίαση των πρώτων συμπερασμάτων – υποθέσεων στις οποίες κατέληξαν οι επιστημονικές ομάδες που μελετούν την τελευταία τετραετία τα ευρήματα (τα υπολείμματα της καύσης των οστών από τους τάφους των Αιγών).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι δυο πρώτοι ομιλητές (Θεόδωρος Αντίκας, υπίατρος – Καθηγητής της Ανατομίας και Φυσιολογίας σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ – όπως ο ίδιος δήλωσε απαντώντας σε σχετική ερώτηση -, και Γιάννης Μανιάτης επικεφαλής του εργαστηρίου Αρχαιομετρίας του «Δημόκριτου»): «Στο Βασιλικό Τάφο ΙΙ των Αιγών βρίσκονται τα οστά του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β΄ καθώς μετά από ενδελεχείς μελέτες των οστών προκύπτει πως: Ο νεκρός ήταν Άνδρας, ηλικίας 41 – 49 ετών, είχε υποστεί τραύμα στο 4ο μετατάρσιο του αριστερού χεριού του (όχι όμως και στα οστά του προσώπου του – πέριξ του ματιού – χωρίς όμως αυτό να αποκλείει την τυφλότητά του από τραύμα το οποίο όμως δεν έπληξε τα οστά), έπασχε από χρόνια ιγμορίτιδα (πιθανόν λόγω της μόλυνσης που υπέστη από τραύμα), έπασχε από χρόνια πλευρίτιδα (πιθανόν από φυματίωση), από οστεόφυτα (παρατηρήθηκαν κατά τη μελέτη των οστών εκφυλιστικές αλλοιώσεις στα οστά της σπονδυλικής στήλης, γεγονός που αποδόθηκε από τον κ. Αντίκα, στην έντονη ιππική δραστηριότητα του Φιλίππου, όπως και πάχυνση της κνήμης).
Στους αυχενικούς σπονδύλους και τα οστά της ωμοπλάτης του βασιλιά Φιλίππου – πάντα σύμφωνα με τον Καθηγητή Αντίκα – εντοπίστηκαν κατά τη σάρωση από τον αξονικό τομογράφο – ίχνη χρυσού, τα οποία αποδίδονται στην εγγύτητα των συγκεκριμένων σπονδύλων με το κρανίο και το χρυσό στεφάνι που έφερε και το οποίο πιθανόν να αλλοίωσε η πυρά της άμεσα μεταθανάτιας καύσης, σε υψηλή θερμοκρασία.
Η νεκρή του προθαλάμου του ίδιου τάφου, είναι γυναίκα ηλικίας 30 – 34 ετών, υπέστη κι αυτή άμεση μεταθανάτια καύση, είχε κι αυτή στη διάρκεια της ζωής της έντονη ιππική δραστηριότητα καθώς με έκπληξη οι ερευνητές εντόπισαν και σ’ αυτήν κάταγμα της αριστερής κνήμης – γεγονός που τους οδήγησε μετά από μετρήσεις των άνισων (η μία έχει 41,5 -35 και η δεύτερη 33,5-30 cm) στο συμπέρασμα πως ανήκουν όχι στο βασιλιά Φίλιππο (στον οποίο είχαν αρχικά αποδοθεί) αλλά στην ανώνυμη Σκύθισσα πριγκίπισσα – κόρη του βασιλιά της Σκυθίας Ατέα, 6η σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου, την οποία ο μελετητής κ. Αντίκας χαρακτήρισε ως «Σκύθισσα αμαζόνα» αλλά και «την πρώτη στην ιστορία περίπτωση βασιλικού ΑΜΕΑ». Ο Καθηγητής ολοκλήρωσε την εισήγησή του τονίζοντας πως «η επιστήμη δεν ψεύδεται ποτέ, οι ιστορικοί και οι συγγραφείς μπορεί και να ψεύδονται» ενώ ζήτησε και από του βήματος να εγκριθεί από το αρμόδιο υπουργείο πολιτισμού (ΚΑΣ) η ανάλυση αρχαίου DNA στα οστά αυτού – αλλά και «οποιουδήποτε άλλου αρχαίου τάφου χρειαστεί για τον εντοπισμό της ταυτότητας του νεκρού».
Στη δεύτερη εισήγησή του ο ερευνητής του εργαστηρίου αρχαιομετρίας του Δημόκριτου κ. Γιάννης Μανιάτης αναφέρθηκε στις μικροσκοπικές σαρώσεις που έκανε με την ομάδα του στο υλικό (οστά άλλα και άλλα απροσδιόριστης μέχρι σήμερα υφής και συστατικών υλικά) από τη χρυσή λάρνακα του θαλάμου των τάφων των Αιγών.
Μέσα στη λάρνακα και μαζί με τα οστά οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη άγνωστου υλικού με τρία χρώματα (σε στρώσεις μπεζ, λευκού και πορφυρού) και χαρακτηριστικές σ’ ορισμένες περιπτώσεις πτυχώσεις που, σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, παραπέμπουν σε ύφασμα με σπογγώδη δομή. Στη λευκή επιφάνεια εντοπίστηκαν μάλιστα ίχνη του σπάνιου ορυκτού χουντίτη.
Η είσοδος του τάφου ΙΙ των Αιγών στη Βεργίνα.
Με το δεδομένο πως ο χουντίτης, το εκτυφλωτικά λευκό υλικό, χρησιμοποιείται από το 1.500 π.Χ. για την κατασκευή νεκρικών μασκών και καλυμμάτων στις μούμιες, οι ερευνητές κατέληξαν στην υπόθεση πως πρόκειται για υπολείμματα από κάποια μάσκα που φορούσε ο νεκρός βασιλιάς και στην περίοδο που βρισκόταν εν ζωή και την τοποθέτησαν και στη λάρνακά του ως ανάθημα.
Βασικός στόχος των ερευνητών είναι η αναζήτηση οικονομικών πόρων και η εξασφάλιση κονδυλίων για τη συνέχιση των ερευνών στις Αιγές άλλα και όπου χρειαστεί στο Μακεδονικό χώρο.