Χαρακτηρίζοντας την ανασκαφή στον Άγιο Βασίλειο Λακωνίας μία από τις σπουδαιότερες στον τομέα της ελληνικής πρωτοϊστορίας, οι αρχαιολόγοι χαρακτηρίζουν ως τις πήλινες πινακίδες με Γραμμική Β’ το «πολυτιμότερο εύρημά τους». Οι πινακίδες διασώθηκαν από προϊστορική πυρκαγιά και οι περισσότερες, έστω και αποσπασματικές, διαβάζονται.
Η έρευνα πραγματοποείται υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής, τη διεύθυνση της επίτιμης εφόρου αρχαιοτήτων, Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου και με τη συμμετοχή πολυάριθμης διεπιστημονικής ομάδας.
Το υπουργείο Πολιτισμού την χαρακτηρίζει μία «από τις πιο σπουδαίες συστηματικές ανασκαφές στον τομέα της ελληνικής πρωτοϊστορίας». «Φέτος συνεχίστηκε η έρευνα του αρχείου η οποία έφερε στο φως και άλλες πινακίδες», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Βασιλογάμβρου. Ένα αρχείο που, σύμφωνα και με το υπουργείο, περιλαμβάνει πινακίδες όλων των γνωστών από τα άλλα ανακτορικά κέντρα τύπων, καθώς και ετικέτες και πήλινα σφραγίσματα, ενώ στα κείμενα αναφέρονται παροχές αγαθών σε ιερό ή ιερά, ανδρικά και γυναικεία ονόματα, τοπωνύμια και ο τίτλος άναξ [βασιλιάς, που στις πινακίδες συναντάται στη γενική πτώση (άνακτος)].
«Οι πινακίδες διαβάζονται αλλά είναι αποσπασματικές. Κάνουμε μια πρώτη μεταγραφή και μελέτη σε όσες σώζουν πληρέστερα κείμενα. Δεδομένου ότι η έρευνα στο χώρο του αρχείου βρίσκεται σε αρχικό στάδιο (προχωρεί πολύ αργά λόγω της φύσης του αρχαιολογικού στρώματος), είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρεθούν περισσότερες και πολύ πιθανό να συμπληρωθούν κάποιες που ήδη έχουμε. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σημαντικό στοιχείο είναι ότι στο χώρο που έχουμε μέχρι τώρα ανασκάψει στον Αγιο Βασίλειο η κύρια αρχιτεκτονική φάση ανήκει στον πρώτο ανακτορικό αιώνα, τον 14 αι. π.Χ., στον οποίο χρονολογείται και το αρχείο, είναι δηλαδή παλαιότερο από της Πύλου, κατά τουλάχιστον ένα αιώνα», συμπλήρωσε.
Τείχη μέχρι στιγμής δεν έχουν βρεθεί. «Είναι πιθανό να μην υπήρχαν», αναφέρει η ίδια, ενώ σε ερώτηση για τις ομοιότητες και διαφορές του Αγίου Βασιλείου με άλλα ανακτορικά κέντρα απάντησε ότι πρόκειται για «ένα κρίσιμο ερώτημα, το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί οριστικά και με λίγες λέξεις. Οπωσδήποτε υπάρχουν διαφορές και ομοιότητες, στο βαθμό που τις έχουμε διαγνώσει στην παρούσα φάση της ανασκαφής, αλλά κάθε απάντηση που έχουμε, ή νομίζουμε ότι έχουμε, θέτει και νέα ερωτήματα», τονίζει.
Όσον αφορά τα θραύσματα τοιχογραφιών, δεν έχουν βρεθεί τοιχογραφίες σε σχέση με τοίχους αλλά σε χώρους απόρριψης υλικών και στην επίχωση ενός κτιρίου. «Έχει βρεθεί μεγάλη ποσότητα θραυσμάτων που φέρουν χαρακτηριστικά μοτίβα, όπως σπείρες, ρόδακες, οδοντωτό, το βραχώδες, αλλά και μερικά με αποσπασματικές μορφές ανθρώπων και ζώων και φανταστικών πλασμάτων, όπως ο φτερωτός γρύπας. Έχει γίνει μια προκαταρκτική μελέτη, ενώ η συστηματική θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικού ερευνητικού προγράμματος», εξηγεί.
Όσο για τα τελικά συμπεράσματα, «θα αργήσουν να δοθούν», σημειώνει. «Η φύση της ανασκαφής είναι τέτοια που χρειάζεται πολύ χρόνο. Είναι προϊστορική ανασκαφή, πάμε πολύ προσεκτικά, κοσκινίζουμε και πλένουμε το χώμα για να πάρουμε όλες τις πληροφορίες. Απαντάμε σύμφωνα με ό,τι έχουμε μέχρι στιγμής στα χέρια μας. Βέβαια αυτό φέρνει στην επιφάνεια άλλες απορίες κι έτσι προχωρούμε», καταλήγει.
πηγή: hellenicnews.eu