Ο Άδωνις είναι πανάρχαιος σημιτικός θεός και η λατρεία του, μέσω της Κύπρου, πέρασε στην Ελλάδα στις αρχές του 7ου αι. π.Χ.. Σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν γιος του Κινύρα και της κόρης του Μύρρας, των οποίων την αιμομιξία προκάλεσε η Αφροδίτη.
Η θεά μόλις αντίκρυσε την ομορφιά του βρέφους το ερωτεύθηκε παράφορα, το έβαλε σε μια λάρνακα και το παρέδωσε στην Περσεφόνη, τη θεά του Κάτω Κόσμου, μέχρι να μεγαλώσει. Όταν ο Άδωνις ενηλικιώθηκε, η Περσεφόνη, ερωτευμένη μαζί του κι εκείνη, αρνήθηκε να τον αποχωριστεί.
Στη διαμάχη των δύο θεαινών παρενέβη ο Δίας, ο οποίος όρισε ο Άδωνις να περνά τέσσερις μήνες με την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο, τέσσερις μήνες με την Αφροδίτη και για τέσσερις μήνες να… ξεκουράζεται, αν και εκείνος τους αφιέρωνε στη θεά του Έρωτα. Κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, όμως, ο Άρης, τυφλωμένος από ζήλεια, μεταμορφώνεται σε αφηνιασμένο κάπρο και σκοτώνει τον Άδωνη.
Από το αίμα του βάφτηκαν κόκκινα τα τριαντάφυλλα κι από τα δάκρυα της Αφροδίτης φύτρωσαν παπαρούνες. Η Αφροδίτη εκπλιπαρεί την Περσεφόνη να της δώσει τον νέο πίσω και οι δύο θεές αποφασίζουν να περνούν μαζί του από έξι μήνες, συμβολίζοντας τη νίκη του έρωτα επί του θανάτου.
Προς τιμή του Άδωνη κάθε χρόνο, την άνοιξη κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, στην κυρίως Ελλάδα, εορτάζονταν τα «Αδώνια», γιορτή στην οποία έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες. Η πρώτη ημέρα των Αδωνίων ονομάζονταν «Αφανισμός» και ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του θεού. Μέσα στα σπίτια τοποθετούσαν κέρινα ή ξύλινα ομοιώματα του θεού πάνω σε νεκρινές κλίνες και τα στόλιζαν με λουλούδια, κλαδιά και καρπούς. Γύρω του άναβαν λιβάνια και άλλα θυμιάματα. Στη συνέχεια, οι γυναίκες με λυμμένα μαλλιά, ξυπόλητες και γυμνόστηθες περιέφεραν τα ομοιώματα του θεού στους δρόμους θρηνώντας και ψάλλοντας ειδικά άσματα, τα «Αδωνίδια», με τη συνοδεία ενός μικρού, πένθιμου αυλού που ονομαζόταν «γίγγρας».
Μαζί τους στην περιφορά μετέφεραν και τους λεγόμενους «Κήπους του Αδώνιδος». Πρόκειται για γλάστρες που φύτευαν οκτώ ημέρες πριν με φυτά που αναπτύσσονται αλλά και μαραίνονται γρήγορα, όπως σιτάρι, μαρούλι, μάραθο, τις οποίες, αφού πότιζαν τις ανέβαζαν στις στέγες των σπιτιών. Στο τέλος της περιφοράς τα ομοιώματα και οι «κήποι» ρίχνονταν στη θάλασσα, σε πηγή ή ποτάμι, με παρακλήσεις να επιστρέψει ο θεός από τον Κάτω Κόσμο. Η δεύτερη μέρα των «Αδωνίων», η «Εύρεσις», ήταν ημέρα χαράς και εορτασμού για την ανάσταση του θεού, κατά τη διάρκεια της οποίας θυσίαζαν αγριόχοιρους και έτρωγαν πλούσια γεύματα.
Ο Άδωνις αποτελεί προσωποποίηση του μυστηρίου της βλάστησης και η γιορτή του είναι μια τελετουργία που αποβλέπει στην αναζωογόνηση της γης με τη βοήθεια του νερού. Ο θάνατός του αντιπροσωπεύει το μαρασμό της φύσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα και η ανάστασή του την αναγέννησή της με τον ερχομό της άνοιξης. Η παραμονή του κοντά στην Περσεφόνη συμβολίζει το φύτεμα του σπόρου και η επιστροφή του στην Αφροδίτη τη βλάστησή του. Από τα «Αδωνίδια» σώζεται ο «Επιτάφιος Αδώνιδος» του βουκολικού ποιητή Βίωνα από τη Σμύρνη. Κατάλοιπο των «Αδωνιδίων» είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι της Ηπείρου που συνοδεύεται από το ανάλογο παιχνίδι, ο «Ζαφείρης», που παίζεται την Πρωτομαγιά. Ένα αγόρι παριστάνει τον πεθαμένο, τα κορίτσια το στολίζουν με λουλούδια και το μοιρολογούν και ξαφνικά σηκώνεται. Παρόμοια έθιμα συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αν και κατά τα πρώτα χρόνια οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκαζαν τα αρχαία ταφικά τελετουργικά δρώμενα, η προσήλωση των Ελλήνων σε αυτά ήταν τόσο ισχυρή που αναγκάστηκαν να τα ενσωματώσουν στην χριστιανική λατρεία. Η γιορτή των «Αδωνίων» παραπέμπει άμεσα στον εορτασμό του Πάσχα, γεγονός που αποδεικνύει τις βαθιές ρίζες των συγκεκριμένων εθίμων. Η αντικατάσταση του Άδωνη από το Χριστό έρχεται να ταυτίσει στη συνείδηση των Ελλήνων τη Φύση με το Θεό.
Πηγή: www.lifo.gr