Σημαντικά ήταν τα αποτελέσματα της διεπιστημονικής υποβρύχιας έρευνας στις ανατολικές ακτές της Σαλαμίνας, που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2020, για πέμπτο κατά σειράν έτος, στο πλαίσιο νέου τριετούς προγράμματος (2020-2022).Η έρευνα είναι συνεργασία μεταξύ του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (Ι.ΕΝ.Α.Ε.) και της εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ, υπό την διεύθυνση της Δρος Αγγελικής Γ. Σίμωσι, προϊσταμένης της εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας, και του Γιάννου Γ. Λώλου, καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Προέδρου του Ι.ΕΝ.Α.Ε. «Η έρευνα του 2020 εκτελέσθηκε με επιτυχία, παρά τις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας, από 15μελή ομάδα, με κύρια συνεργάτιδα την Δρα Χριστίνα Μαραμπέα, ως υπεύθυνη εργασιών πεδίου και τεκμηρίωσης, και τον δύτη Νικόλαο Γκόλφη, ως τεχνικό υπεύθυνο. Λόγω της γενικότερης αβεβαιότητας και αδυναμίας προτέρου πλήρους σχεδιασμού, η έρευνα περιορίσθηκε στη βόρεια πλευρά του μυχού του Όρμου του Αμπελακίου, όπου ερευνώνται, από το 2016, καταβυθισμένα αρχιτεκτονικά υπολείμματα της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνος, με σαφείς συνέχειες στον σημερινό αιγιαλό. Τα αποτελέσματα της έρευνας του 2020 κρίνονται ιδιαιτέρως σημαντικά, εφ’ όσον διακριβώθηκε οριστικά η πορεία του επιθαλασσίου τείχους της κλασικής πόλης, παρά τον λιμένα, με την αποκάλυψη μεγάλου σκέλους του», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. «Με την πρόοδο της ανασκαφικής διερεύνησης, και χονδρικά στην νοητή ευθεία, προς βορράν, του νεώτερου μώλου, αποκαλύφθηκε πλήρως σημαντικό σκέλος του επιθαλασσίου τείχους, στον άξονα Β.-Ν., ως μέρος του όλου (εσωτερικού) οχυρωτικού συστήματος της αρχαίας πόλης, του οποίου η περίμετρος μπορεί, πλέον, σχεδόν εξ ολοκλήρου, να αποκατασταθεί, με βάση παλαιότερα και νεώτερα δεδομένα από τις χερσαίες και ενάλιες έρευνες στην περιοχή Αμπελακίου-Πούντας», συμπληρώνεται στην ίδια ανακοίνωση. Επίσης, σημειώνεται ότι «μέσω της προσεκτικής ανασκαφικής διερεύνησης στάθηκε δυνατόν να αναγνωρισθούν δύο κατασκευαστικές φάσεις του τείχους, οπωσδήποτε εντός των ορίων της Κλασικής περιόδου. Το πάχος του, στην πρώτη φάση, μετρήθηκε σε 2-2,20 μ., ενώ στην δεύτερη, σε 3 μ., ενισχυμένο πλέον, ενδεχομένως, για την αντιμετώπιση νέων πολιορκητικών μέσων. Με βάση την ευρεθείσα μελαμβαφή Αττική κεραμεική στη θεμελίωση του δυτικού (εσωτερικού) μετώπου, η πρώτη φάση του τείχους μπορεί, προκαταρκτικώς, να χρονολογηθεί στον πρώιμο 4ο αι. π.Χ., εάν όχι και λίγο νωρίτερα». «Περαιτέρω», συνεχίζει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, «αποσαφηνίσθηκε οριστικά ότι το υπόλειμμα του δυτικού μέρους/μετώπου του αρχαίου τείχους, με κατεύθυνση Β.-Ν., αποτέλεσε για τους νεώτερους, το στιβαρό υπόβαθρο για την κατασκευή του υπάρχοντος μακρού μώλου, ο οποίος σχεδόν πάντοτε προβάλλει στην επιφάνεια της θάλασσας, και ενέχει, όπως θα εξηγήσουμε αλλού, το δικό του ιστορικό ενδιαφέρον, από τα χρόνια του Αγώνος της Ανεξαρτησίας». Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, «από την ανασκαφή του 2020 προήλθε μεγάλη ποσότητα κεραμεικής, σε θραυσματική κατάσταση, διαφόρων περιόδων, η οποία καλύπτει, γενικώς, το διάστημα από τους Κλασικούς έως και τους Μεσαιωνικούς/Νεώτερους χρόνους».