Διάγουμε χωροχρονικά την φθίση του παλαιού και ταυτόχρονα την εκκίνηση του νέου κοσμολογικού κύκλου. Το ανθρώπινο γένος θα προσανατολιστεί αναπόδραστα, για να εκφύγει του οδυνηρού τέλματος που έχει περιέλθει, σε νέους πνευματικούς φωταυγείς ατραπούς. Η ανακάλυψη όμως του πνεύματος δεν είναι μια νεωτερίζουσα διαδικασία αφού στις ανακυκλήσεις των άπειρων αιώνων που έχουν παρέλθει τα πάντα έχουν διατυπωθεί από πεφωτισμένους νόες που έζησαν και έδρασαν για την ανέλιξη του ανθρωπίνου όντος.
Άρα, η ανεύρεση θα πρέπει να είναι περισσότερο μια εν τω βάθει αναζήτηση στις αείρροες πηγές των μεγάλων εκπροσώπων παραδοσιακών φιλοσοφιών- πολιτισμών.
Η πανίερη πηγή με το καθάριο ύδωρ που δύναται να κορέσει την αβάσταχτη δίψα του ανθρώπου, για την ανέλιξη του και την εκκίνηση της νεοαναγέννησης του, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει για άλλη μία φόρα στην ιστορία του κόσμου η λεγόμενη ελληνική θρησκεία-ελληνισμός, δυο όροι ενιαίοι και αρρήκτως αλληλένδετοι.
Η ορφική παράδοση διαπνέει όλο τον ελληνικό φιλοσοφικό ορίζοντα, εκκινούμενη από τον ύπατο θεολόγο των ελλήνων τον θειότατο Ορφέα, σμίγεται με την θεία μολπή του Πυθαγόρου και των μαθητών του πυθαγορείου δεσμού. Εισβάλει μετέπειτα στα πλατωνικά κείμενα με κεκρυμμένο τις περισσότερες φόρές τρόπο και αφικνείται στην εξαίσια ανάλυση του τελευταίου ηγήτορα της ακαδημίας του ανερεύνητου ακόμη και σήμερα μεγίστου Πρόκλου.
Για όσους «ερωτικώ τω τρόπω» μελετούν τα ελάχιστά διασωθέντα από την λαίλαπα των μονοθεϊστικών δογμάτων σπαράγματά των κειμένων, διαπιστώνουν ότι ο ορφικός ορίζοντας και οι απολήξεις του, αποτελούν έναν από τους κύριους πυλώνες της ανυπέρβλητης πολιτισμικής-θεολογικής παράδοσης που εκφράστηκαν στα όρια του ελληνικού χώρου. Οι επιμέρους φιλοσοφικές προεκτάσεις του ορίζοντος αυτού, συν τω χρόνω, αποδεικνύονται και αναδεικνύονται ανυπέρβλητες. Η σύγχρονη επιστήμη, όχι μόνο δεν καθιστά πεπερασμένα τα εσωτερικά φιλοσοφικά της θέσμια, αλλά τουναντίον τα αποκαλύπτει και τα επικυρώνει, όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα των ερευνών της, ιδίως τους τελευταίους χρόνους. Η ορφική ατραπός όμως δεν βαδίζει, κατά την γνωστή πυθαγόρεια ρήση, από τους εύκολους φαινομενικά λεωφόρους αλλά επιλέγει ενσύνειδα τους κακοτράχαλους ατραπούς. Ο δικός της δηλαδή δρόμος είναι μεν δύσβατος απόκρημνος και καμία φορά επικίνδυνος μα στο τέλος του αναδύεται πάμφωτος και απαιτεί σε όσους τον επιλέγουν να τον προσπελάσουν, κορυβαντικούς μαχητές φωτός, ενθουσιώδεις Απολλώνιους βακχευτές, αλλά κυρίως απευθύνεται σε ερωτικά δονούμενους Διονυσιακούς Νόες.
Η σταδιακή και μετέπειτα συστηματική μελέτη της ελληνικής θεολογικής παραδόσεως, κατ ουσίαν ορφικής, το μόνο που επιζητεί είναι να αποτελέσει, συν τω χρονω, έναν απειροελάχιστο δομικό λίθο για το αρχιτεκτονικό επανασήκωμα του φιλοσοφικου ναού του ελληνικού πολιτισμού από το «ες έδαφος φέρειν» που επέβαλαν οι μελανοχίτωνες.
Η βασικότερή προϋπόθεση για να πορευθεί κάποιος στο πνευματικό αυτό έργο, να εισβάλει ηρωικά αυτήν την εξαίσια ατραπό, είναι η ελάχιστη έστω ψυχική αγνότητα που θα επιφέρει σταδιακώς την φωταυγή διάνοιξη των αιθερικών του κέντρων η οποία και θα μεταλλάξει τελικώς τον γαιο-εγωκεντρισμό του σε ουρανιοθώρητο έκλαμπρο γυρισμό, ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο αποτελεσματικά τον πολυπόθητο φιλοσοφικό του αυτόεξαγνισμό.
Η τελική αναδόμηση φυσικά και θα αργήσει να περατωθεί,όμως, ο φυσικός νόμος της εξελίξεως και η αναπόδραστη Ανάγκη ακόμη και αυτές τις μη φωτεινές οντότητες θα τις ωθήσει να ανέλθουν τους ηλιακούς κόσμους. Η παμμήτειρα φύση αναλαμβάνει αργά η γρήγορα την μυσταγωγική αιθερική εξελικτική πορεία όλων μας.
Παρμενίδης Ιω. Μπουσίου