Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821, για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας ήταν η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας»
Μυστικές εταιρείες
Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια απο τις πολλές μυστικές επαναστατικές εταιρείες που παρουσιάστηκαν σε ολόκληρη τη νότια και ανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα και χρησιμοποιούσαν, όπως οι Καρμπονάροι, οι Bon Cousins, οι Tugenbbund και οι Δεκεμβριστές, πολύπλοκες ιεροτελεστίες μυήσεως πο θύμιζαν πολύ τον τεκτονισμό. Αλλά αντίθετα με τους τέκτονες του 18ου αιώνα οι εταιρείες αυτές επιδίδονταν σε συνωμοτικές ενέργειες υπηρετώντας ποικίλους συνδυασμούς πολιτικών, κοινωνικών και εθνικιστικών ιδεολογιών.
Πρίν απο τη Φιλική Εταιρεία, υπήρξαν και άλλες ελληνικές μυστικές οργανώσεις, αλλά λίγα είναι γνωστά γι᾿ αυτές, εκτός απο τις πληροφορίες τις σχετικές με το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1809.
Ο σύνδεσμος αυτός είχε στοιχεία που έμοιαζαν με εκείνα άλλων μυστικών οργανώσεων της εποχής. Ετσι τα μέλη υποχρεώνονταν να υποστούν μία πολύπλοκη τελετή μύησης και να φέρουν μυστικούς αριθμούς ταυτότητας.
Τα ονόματα των μελών γράφονταν στο λεγόμενο «βιβλίο της ζωής» και καθένα απο αυτά αφού πλήρωνε την εγγραφή του έπαιρνε ένα χρυσό δαχτυλίδι με τα σύμβολα της οργάνωσης: δύο χέρια ενωμένα τα οποία περιβάλλονταν κυκλικά απο τα αρχικά ΦΕΔΑ που σήμαιναν «Φιλίας Ελληνικής Δεσμός Άλυτος».
Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας απο τους τρείς ιδρυτές της Φιλικής, υπήρξε προηγουμένως μέλος του Ελληνογλώσσου Ξενοδοχείου.
Οργανώσεις, έξ άλλου, με πολιτιστικούς και μορφωτικούς σκοπούς, οι οποίες όμως χαρακτηρίστηκαν απο τους εχθρούς των επαναστατικών κινήσεων ως συνωμοτικές, ήταν η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1813, και η ομώνυμη Εταιρεία της Βιέννης, στην ίδρυση της οποίας το 1814 πρωτοστάτησε ο Καποδίστριας. Η Φιλική Εταιρεία διατύπωνε με σαφήνεια τον τελικό της στόχο: την απελευθέρωση της πατρίδας απο την καταπίεση του τουρκικού ζυγού.
Αντίθετα με τον κύκλο του Ρήγα, τους Καρμπονάρους και τους Δεκεμβριστές, καθώς και άλλες σχετικές οργανώσεις, που σχεδίασαν πολύπλοκα συντάγματα και εισαγωγές με στοχαστική ανάλυση της ιδεολογικής τους θέσης, η Φιλική Εταιρεία άφησε μια ασάφεια στα θέματα αυτά.
Ωστόσο αυτή ακριβώς η ασάφεια ευνόησε τη συμμετοχή ατόμων απο όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα και τις περιοχές του Ἑλληνισμού. Η Εταιρεία, εκτός απο όσα δανείστηκε απο τον τεκτονισμό και τους Καρμπονάρους σχετικά με την οργάνωσή της και το τελετουργικό, δέχθηκε και επιδράσεις απο τον τρόπο οργάνωσης των εμπορικών κοινοτήτων της διασποράς. Παράλληλα με την προαγωγή των εμπορικών συμφερόντων των μελών της θα φρόντιζε για τη δημιουργία ελληνικών σχολείων, για την προσφορά υποτροφίων σε σπουδαστές και γενικά για τη συνδρομή πρός νεοφερμένους στην Ευρώπη Έλληνες.
Πρόθεση της οργάνωσης ήταν ακόμα να προικίζει φτωχά κορίτσια της Ελλάδος. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να μαρτυρούν άμεσες σχέσεις της Εταιρείας με άλλες μυστικές οργανώσεις. Ωστόσο οι λίγες πληροφορίες που υπάρχουν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας απο τους τρείς ιδρυτές, αναφέρει στα απομνημονεύματά του οτι μυήθηκε σε μια τεκτονική στοά στη Λευκάδα το 1813.
Στήν προσπάθειά του να αποδείξει οτι είναι ο πρώτος που πρότεινε την ίδρυση της Εταιρείας, γράφει οτι η αγάπη του για την ελευθερία και το μίσος του για τους Τούρκους τον οδήγησαν στη σύλληψη της ιδέας για τη σύσταση μιας οργάνωσης εμπνευσμένης απο τη δύναμη της ένωσης, όπως την αντιλαμβανόταν η τεκτονική στοά.
Ιδρυτές και μέλη της Φιλικής Εταιρείας
Πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία και ποιά ήταν η ταυτότητα καθενός απο τους ιδρυτές της έχουν δευτερεύουσα σημασία εμπρός στο ίδιο το γεγονός της ίδρυσης της. Το μέγιστο έργο που αναλάμβαναν οι Φιλικοί και ο σκοπός της σύστασης της Εταιρείας διατυπώνονταν απλά: ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας. Οι ιδρυτές της και τα πρώτα μέλη της ήταν απλοί άνθρωποι που υπέστησαν στο εξωτερικό μια βαθιά ψυχολογική και κοινωνική μεταβολή.
Προχώρησαν με μόνο οδηγό τον πόθο τους να ενώσουν τους Έλληνες σε ενα δύσκολο αγώνα για την απελευθέρωσή τους απο τον ξένο ζυγό. Οι σοβαρές επιφυλάξεις άλλων Ελλήνων, εκείνων που ήταν περισσότερο μορφωμένοι, πιο πλούσιοι και πιο ισχυροί απο αυτούς, δεν επηρέασαν τον ενθουσιασμό και την αισιοδοξία τους.
Πραγματικά, oρισμένοι Ελληνες πίστευαν ότι οι συμπατριώτες τους για να μπορέσουν να ελευθερωθούν και να αυτοδιοικηθούν, έπρεπε προηγουμένως να αποκτήσουν ευρύτερη παιδεία. Αλλοι πάλι πίστευαν οτι ήταν προτιμότερο για τους Έλληνες να επιδιώξουν την καλυτέρευση των όρων της ζωής τους στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως είχαν κάνει επι πολλά χρόνια οι Φαναριώτες. Έξ άλλου, το 1814, μετά την ήττα του Ναπολέοντος, οι συντηρητικές δυνάμεις καθώς είχαν επιβάλει το καθεστώς τους, θα ήταν σε θέση να συντρίψουν κάθε επαναστατική κίνηση. Παρ᾿όλες όμως αυτές τις αντιξοότητες, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Ἐμμανουήλ Ξάνθος, ίδρυσαν το 1814 στην Οδησσὸ τη Φιλική Εταιρεία.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών πρωτεργατών της Φιλικής Εταιρείας ήταν η αγροτική προέλευσή τους. Ο Ξάνθος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772 και δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία που επιδίωξε με την αποδημία του. Όπως και πολλά άλλα μέλη της Εταιρείας, είχε μάθει τόσα γράμματα όσα του χρειάζονταν για να είναι σε θέση να εργαστεί ως εμπορικός υπάλληλος.
Κάποιος συνεταιρισμός του με άλλους για την εμπορία λαδιού είχε καταλήξει σε αποτυχία. Ο Τσακάλωφ, ο νεώτερος απο τους τρείς, γεννήθηκε στα Ἰωάννινα το 1788. Λέγεται οτι σπούδασε στη Μαρουτσαία Ακαδημία του Ψαλίδα, απο την οποία όμως δεν υπάρχουν στοιχεία οτι αποφοίτησε, και ακόμη οτι έκανε σπουδές στο Παρίσι, πληροφορία επίσης ατεκμηρίωτη.
Όπως ήδη αναφέραμε, είναι γνωστό οτι έγινε μέλος του Ἑλληνογλώσσου Ξενοδοχείου και ότι υπήρξε ο μόνος άμεσος δεσμός μεταξύ της μυστικής αυτής οργάνωσης και της Φιλικής Εταιρείας. Ο Σκουφάς, ο πιο ταπεινός απο τους τρείς, αλλα και ο πιο ενθουσιώδης και αφοσιωμένος στους σκοπούς της Εταιρείας, γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι, ένα μικρό χωριό κοντά στην Αρτα, και εργάστηκε κατά καιρούς ως αποθηκάριος, πιλοποιός και υπάλληλος.
Πρίν προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια, οι τρείς ιδρυτές της Φιλικής καθιέρωσαν κρυπτογραφικό κώδικα για την αλληλογραφία των μελών της και όρισαν τα αρχικά γράμματα που θα χρησιμοποιούσε ο καθένας. Δεν υπήρξαν μανιφέστα, συντάγματα η διακηρύξεις. Τουλάχιστον ένας χρόνος θα περνούσε πρίν αποκτήσει η Εταιρεία κάποια οργανωτική δομή και πρίν συνταχθούν οι γνωστοί όρκοι μύησης των μελών της.
Σύντονες προσπάθειες μύησης μελών δεν έγιναν πριν απο το 1818. Επίσης ούτε και τότε, αλλα ακόμη και ούτε ως το 1821 ανακοίνωσε η Φιλική Εταιρεία ποιό ήταν το πρόγραμμά της. Ως σκοπό της έθετε την απελευθέρωση της πατρίδας και πέρα απο αυτό δεν υπάρχουν μαρτυρίες οτι αποφασίστηκε οτιδήποτε άλλο, π.χ. ποιο θα ήταν το καθεστώς της ανεξάρτητης Ελλάδος, βασιλεία η αβασίλευτη δημοκρατία. Πιθανόν οι ιδρυτές της να αντιλαμβάνονταν οτι τα θέματα αυτά ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να θιγούν μετά την πτώση του Ναπολέοντα.
Ίσως πάλι να διαισθάνονταν ότι οποιαδήποτε ανακοίνωση, σχετικά με το μελλοντικό πολιτικο-κοινωνικό καθεστώς της Ελλάδας θα έβρισκε αντίθετους πολλούς Έλληνες. Γιατί, μολονότι o Ελληνισμός δεν είχε ακόμη εδαφικά όρια, βαθιές κοινωνικές και τοπικές διαφορές τον χώριζαν.
Ακόμη και το ζήτημα της απελευθέρωσης χώριζε τους Ελληνες όπως θα εξακολουθούσε να τους χωρίζει και κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας. Το πιθανότερο ωστόσο είναι οτι οι ιδρυτὲς και τα πρώτα μέλη της Φιλικής απλώς δὲν είχαν ἀσχοληθεί με παρόμοια προβλήματα. Μετά την ίδρυση της Εταιρείας, ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ έφυγαν για τη Μόσχα και ο Ξάνθος για την Κωνσταντινούπολη. Ο Σκουφάς ήταν υποχρεωμένος να φύγει, γιατί τον είχε καλέσει στη Μόσχα ελληνική εμπορική τράπεζα για να επιληφθεί των «χρεωκοπημένων υποθέσεών» του.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Φιλήμονα, τον πρώτο ιστορικό της Φιλικής Εταιρείας, ο Σκουφάς «ήταν άνθρωπος απλός, αλλά με πολλή ευαισθησία και πατριωτισμό». Προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των επιφανών Ἑλλήνων εμπόρων της Μόσχας, αλλά αυτοί τον μεταχειρίστηκαν σαν άξεστο χωρικό και τον έδιωξαν. Ηταν απόδημος, χωρίς θέση στην κοινωνία των πλούσιων εμπόρων, που δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη θέση τους, συνάπτοντας σχέσεις με κάποιον που είχε πρόσφατα αποτύχει οικονομικά.
Είναι γεγονός πως οι πλούσιοι και οι ισχυροί της ελληνικής διασποράς κράτησαν σε απόσταση τόσο τον Σκουφά, όσο και γενικότερα τη Φιλική Εταιρεία. Παρ᾽ όλη την απλοϊκότητά του, ο Σκουφάς σύντομα συνειδητοποίησε, όπως έξ άλλου και οι άλλοι Φιλικοί αργότερα, οτι η ανοικτή δήλωση της απόφασης και μόνο οτι θα εργάζονταν για την απελευθέρωση της πατρίδας δεν ήταν αρκετή για να προσελκύσει κοντά τους όλους τους Έλληνες.
Ετσι, αργότερα, μέλη της Εταιρείας υποστήριξαν οτι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ακόμη και ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, στην υπηρεσία του οποίου χρημάτισε υφυπουργός Εξωτερικών ο πρώτος, υπήρξαν μέλη της μυστικής Ανωτάτης Αρχής, η οποία υποτίθεται οτι διηύθυνε τις ενέργειες της Εταιρείας. Γνωρίζουμε για τη διαδικασία μυήσεως τριών Ελλήνων στη Μόσχα την περίοδο αυτή: και οι τρείς παραπλανήθηκαν αναφορικά με τον αριθμό των μελών, την έκταση και τον χαρακτήρα της Εταιρείας.
Για τον Σκουφά, τα βασικά εμπόδια για την εθνική απελευθέρωση ήταν οικονομικής και οργανωτικής φύσης. Ο εθνικισμός του δεν έβλεπε όρια, ούτε κατηγορίες και εξαιρέσεις, μέσα στο πλαίσιο του Ελληνισμού. Αυτο ήταν, εξ άλλου, το κύριο χαρακτηριστικό του πρώιμου εθνικισμού, η επίτευξη μιας θεμελιώδους ισότητας η οποία, χωρίς περιορισμούς, θα ισοπέδωνε τις κοινωνικές διαφορές.
Εμπρός στην πατρίδα, όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα απο την τάξη στην οποία ανήκαν, την όποια τους υπόσταση η τον τόπο καταγωγής τους, ήταν απλώς Ελληνες. Τι σημασία λοιπόν είχε άν οι Φιλικοί παρουσίαζαν μεγαλύτερο απο ο,τι πραγματικά ήταν τον αριθμό των μελών της οργάνωσης τους, η αν ο Καποδίστριας δεν ήταν στην πραγματικότητα μέλος της Αρχής;
Η Ἑταιρεία ιδρύθηκε και ελεγχόταν απο Έλληνες των κοινοτήτων της ελληνικής διασποράς, που πρόσφατα είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Βρήκε σταθερούς και αφοσιωμένους υποστηρικτές οχι μεταξύ των «προοδευτικών» αστών, ούτε ακόμη μεταξύ των προοδευτικών λογίων και των φιλελευθέρων αριστοκρατών, αλλα μεταξύ των μικρεμπόρων, των υπαλλήλων, των τεχνιτών, των πραματευτάδων και των μισθοφόρων στρατιωτικών. Και ήταν φυσικό αυτοί οι νεοφερμένοι να ανταποκριθούν με ενθουσιασμό στους Φιλικούς, οι οποίοι, αντίθετα με τους πλούσιους εμπόρους που αρνήθηκαν να τους δεχθούν στους κύκλους των, τους υπόσχονταν μια πατρίδα που θα τους αναγνώριζε ως άξια τέκνα της.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπιζε η Ἑταιρεία δεν ήταν η αδιαφορία και η περιφρόνηση των πλούσιων εμπόρων, ούτε ακόμη η ταξική διαφορά μεταξὺ των μελών της και της ντόπιας ολιγαρχίας στην Ελλάδα. Τις δυσκολίες με τους τελευταίους οι Φιλικοί τις ξεπερνούσαν με ἀρκετή ευκολία αφήνοντας να εννοηθεί οτι τα μέλη της Ανωτάτης Αρχής ήταν διακεκριμένα και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Το πιο σοβαρό πρόβλημα για την Εταιρεία ήταν οι ακατάλυτοι δεσμοί που ένωναν τα μέλη της με τον κόσμο απο τον οποίο προέρχονταν.
Τρία χρόνια μετά την ίδρυση της Εταιρείας διατυπώθηκαν αμφιβολίες, κυρίως απο τον Τσακάλωφ, σχετικά με την όλη προσπάθεια. Ο Τσακάλωφ πρότεινε τότε στον Σκουφά οτι ίσως θα ήταν καλύτερα να λησμονήσουν τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει προς το έθνος και να διαλύσουν την Εταιρεία. Ο Σκουφάς όμως επέμεινε να συνεχίσουν το έργο που ανέλαβαν και έπεισε τον Τσακάλωφ να μεταφέρουν την έδρα της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη.
Συμφώνησαν όμως και οι δυο οτι θα ήταν προτιμότερο να διακόψουν προσωρινά τη μύηση νέων μελών, ώσπου να πειστούν οτι το Εθνος ήταν διατεθειμένο να αποδυθεί σε αγώνα για την ελευθερία του και πάνω απο όλα, οτι υπήρχαν τα οικονομικά μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Συνέταξαν τότε ένα σχέδιο, το πρώτο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης απο τότε που ιδρύθηκε η Εταιρεία, για τη διενέργεια έρευνας στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ήταν έτοιμοι να αναλάβουν επαναστατική δράση.
Με βάση τα πορίσματα αυτής της έρευνας, θα γινόταν η εκλογὴ του τόπου, οπου θα άρχιζε η επανάσταση και, το σπουδαιότερο απο όλα, θα οριζόταν ένας διακεκριμένος Ελληνας για να ηγηθεί του αγώνα. Μόνο μετά την εκπλήρωση όλων αυτών, σύμφωνα με την άποψη του Τσακάλωφ, θα αποφάσισαν και πάλι να μυήσουν νέα μέλη.
Τότε περίπου, πρίν δηλαδή μεταφερθηκε η έδρα της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, ο Σκουφάς συνάντησε τρείς Μανιάτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι πήγαιναν εκ μέρους των συμπατριωτών τους να ζητήσουν απο τη ρωσική κυβέρνηση τα χρήματα που τους όφειλαν οι Ρώσοι για τις υπηρεσίες τους στις ρωσικές δυνάμεις που έδρευαν στα Επτάνησα το 1806.
Κατά την άποψη του Σκουφά, οι Μανιάτες οπλαρχηγοί ήταν τα ενδεδειγμένα πρόσωπα για τη διενέργεια της έρευνας που οι Φιλικοί θεωρούσαν αναγκαία, πρίν θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδια για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αυτοί ήταν ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Παναγιώτης Δημητρόπουλος και ο Παναγιώτης Παπαγεωργίου, γνωστός ώς Αναγνωσταράς. Ώς τέταρτος απεσταλμένος των Φιλικών προκρίθηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο οποίος καταγόταν απο τη Μακεδονία.
Πρίν φύγουν απο την Πετρούπολη, οι τέσσερεις απεσταλμένοι μυήθηκαν στην Εταιρεία και συμφώνησαν να συναντήσουν πάλι τον Σκουφά στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα τους έδινε οδηγίες σχετικά με τις ενεργειές τους στην Ελλάδα. Οπως πίστευε ο Ξάνθος, οι Έλληνες πράκτορες της Φιλικής υπέθεσαν ότι η Εταιρεία τελούσε υπό την αιγίδα της Ρωσίας και γι’ αυτό δεν δίστασαν να δώσουν τον απαιτούμενο όρκο.
Ο Σκουφάς έφτασε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με δυο άλλους Φιλικούς τον Απρίλιο του 1818. Σύμφωνα με τον Ξάνθο, τα χρήματα που διέθεταν δεν ήταν αρκετά ούτε για να αντιμετωπίσουν τις βιοτικές τους ανάγκες. Φαίνεται όμως πως και η οικονομική κατάσταση του Ξάνθου δεν ήταν καλύτερη και το μόνο που μπόρεσε να τους προσφέρει ήταν να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξη του Σκουφά στην Κωνσταντινούπολη, οι τύχες της Εταιρείας άλλαξαν ριζικά, αυτή τη φορά προς το καλύτερο.
Ο Σκουφάς επιδίωξε να συναντήσει και να ζητήσει τη βοήθεια του Παναγιώτη Σέκερη, αδερφού του Αθανασίου, με τον οποίο ειχε ζήσει στην Οδησσό. Ο άλλος τους αδερφός, ο Γεώργιος, ήταν το πρώτο μυημένο μέλος της Εταιρείας. Ο Παναγιώτης ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία και ο πιο πετυχημένος οικονομικά απο τους αδερφούς Σέκερη. Το είδος των επιχειρήσεών του δεν ειναι γνωστό, αλλὰ οπωσδήποτε πρέπει να ήταν επικερδείς, αφού ήταν σε θέση να χρηματοδοτεί την Εταιρεία για ένα χρονικό διάστημα.
Ένα θέμα που απασχόλησε σοβαρά τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας ήταν ποιός θα ήταν ο καταλληλότερος για να έρθει σε επαφή με τον πλούσιο έμπορο. Προκρίθηκε τελικά ο Αναγνωστόπουλος, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ γίνει μέλος της Ανωτάτης Αρχής. Αυτός, φεύγοντας απο την Οδησσό, πήρε μαζί του συστατική επιστολή του Αθανασίου Σέκερη πρός τον αδελφό του, αλλά και οδηγίες των άλλων μελών να μην αποκαλύψει την αληθινή ταυτότητα της Αρχής.
Ο Σέκερης μετά τη συνάντησή του με τον Αναγνωστόπουλο οχι μόνο δέχτηκε να γίνει μέλος της Εταιρείας, αλλὰ και συνεισέφερε 10.000 γρόσια, χρηματικό ποσό υπερδιπλάσιο απο εκείνο που είχαν κατορθώσει οι Φιλικοί να συλλέξουν ως τότε. Η μύηση του Σέκερη σημαδεύει την απαρχή της φάσης κατά την οποία δραστηριοποιείται η Εταιρεία και γίνονται μυήσεις νέων μελών.
Πραγματικά, η προσχώρηση του Σέκερη και η χρηματοδότηση της Εταιρείας απο αυτον ώθησαν πιθανόν τον Σκουφά να παραβιάσει τη συμφωνία του με τον Τσακάλωφ, την οποία αναφέραμε προηγουμένως. Τώρα που υπήρχαν τα οικονομικά μέσα, ο Σκουφάς, και πιθανόν και ο Ξάνθος, ανυπομονούσαν να αρχίσουν τις ενέργειες για την αυξηση των μελών της Εταιρείας και τις προετοιμασίες για τον αγώνα.
Ο Σκουφάς επίσης αποφάσισε νέα μετακίνηση της έδρας της Εταιρείας, αυτή τη φορά απο την Κωνσταντινούπολη στην Πελοπόννησο, η οποία, κατα τη γνώμη του, ηταν η πιο κατάλληλη περιοχή για την έναρξη της επανάστασης. Χωρίς αμφιβολία, η μεγάλη απόσταση απο την πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η αὐτονομία της Μάνης και τέλος οι επανειλημμένες ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων που σημειώθηκαν γενικά σ᾿ αυτή την περιοχή ηταν παράγοντες που επηρέασαν την παραπάνω απόφαση.
Πρίν όμως ξεκινήσει για την Πελοπόννησο, ο Σκουφάς ασθένησε σοβαρά τον Μάιο του 1818 και το καλοκαίρι του ἴδιου έτους πέθανε. Στο μεταξύ, ο Τσακάλωφ, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Σμύρνη πληροφορήθηκε τα σχέδια του Σκουφά, έστειλε γράμμα στον Ξάνθο στο οποίο,αφού πρώτα εξέφραζε τη λύπη του για τη σοβαρή ασθένεια του συντρόφου τους, διατύπωνε η γνώμη οτι η ατυχία αυτή πιθανόν να ήταν ευτύχημα, γιατί απέκλειε την εκδήλωση πρόωρων ενεργειών.
Κατά την άποψη του Τσακάλωφ, οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να αποδυθούν σε αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Φαίνεται οτι η διαφωνία του με τον Σκουφά δεν περιοριζόταν μόνο σε ο,τι αφορούσε τον χρόνο έναρξης της εξέγερσης. Ο Τσακάλωφ πίστευε οτι η Εταιρεία οχι μόνο δεν είχε αρκετά χρήματα και όπλα, αλλα ούτε και μέλη. Απο τα γραφόμενα του Τσακάλωφ μπορούμε να υποθέσουμε οτι εννοούσε οτι οι ελληνικοί πληθυσμοί μέσα και έξω απο την οθωμανική αυτοκρατορία δεν ειχαν ακόμη προετοιμαστεί για την επανάσταση.
Παρά την ασθένειά του και λιγο πρίν απο τον θάνατό του, ο Σκουφάς άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια για να αυξηθούν τα μέλη της Εταιρείας. Την ίδια περίπου εποχή επέστρεψαν απο τη Ρωσία οι Μανιάτες οπλαρχηγοί, οι οποίοι μάλιστα διέδιδαν τη φήμη που είχαν ακούσει στη Ρωσία, οτι ο Καποδίστριας ήταν ο μυστικός αρχηγός της Εταιρείας.
Η φήμη εξ άλλου αυτη τους έδωσε και θάρρος να αναλάβουν ενεργό δράση. Στον καθένα τους ανατέθηκε η αποστολή να σφυγμομετρήσει την ετοιμότητα και την προθυμία των κατοίκων ορισμένων περιοχών να ξεσηκωθούν. Παράλληλα ο Σκουφάς τους έδωσε οδηγίες να μυούν στην Εταιρεία όλους τους Έλληνες που τους ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
Ετσι οι πολεμιστές αυτοί έγιναν οι πρώτοι απόστολοι της εθνεγερσίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο οτι ονομάστηκαν απόστολοι» και οτι χρησιμοποιούσαν τον όρο «προσηλυτισμός» για να περιγράψουν το έργο τους.
Ο Αναγνωσταράς έμελλε να γίνει ο απόστολος της Εταιρείας στην Ύδρα και στις Σπέτσες, καθώς και στη γενέτειρά του Πελοπόννησο, ο Φαρμάκης στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, ενω ο Χρυσοσπάθης και ο Δημητρόπουλος στη Μάνη. Οπως είδαμε, ο Σκουφάς πέθανε τον Ιούλιο του 1818, πρίν συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για την πρώτη επιχείρηση των αποστόλων.
Το ποσό των 10.000 γροσίων που είχε προσφέρει ο Σέκερης στην Εταιρεία τον Μάιο του 1818 ειχε σχεδόν εξαντληθεί μέσα σε διάστημα 3 μηνών. Ο Σκουφάς, που φοβόταν μήπως ο Σέκερης θεωρήσει αυτόν και τους συντρόφους του απατεώνες, απέφυγε να του ξαναζητήσει βοήθεια και έκανε γενναίες προσπάθειες για να βρεί και άλλους χρηματοδότες.
Μετά τον θάνατο του Σκουφά, ο Ξάνθος και ο Αναγνωστόπουλος έκριναν οτι θα ήταν σκόπιμο να αποκαλύψουν στον Σέκερη ολα τα σχετικά με την «Αρχή» της Εταιρείας, εξασφαλίζοντας ετσι την εμπιστοσύνη του και ισως μια νέα γενναιόδωρη προσφορά. Ο Αναγνωστόπουλος, που ειχε μυήσει τον Σέκερη, ανέλαβε και τη νέα αυτή αποστολή. Για μια ακόμη φορά ο Σέκερης κατέπληξε τους Φιλικούς με τη γενναιοδωρία και τη γενναιοψυχία του.
Οχι μόνο δέχτηκε με ψυχραιμία τα μυστικά που είχαν φοβηθεί να του εμπιστευτούν, αλλα και ορκίστηκε οτι θα προσέφερε για τους σκοπούς της Εταιρείας την περιουσία και τη ζωή του («σ᾿ εγγυώμαι με την κατάστασιν και με το αίμα μου»). Έγινε μέλος της Αρχής και κατά το τέλος του 1818 εξασφάλισε στην οργάνωση τουλάχιστον 25.000 γρόσια. Ο καθένας απο τους τέσσερεις αποστόλους έλαβε ενα σημαντικό ποσό για να συνεχίσει το έργο του.
Ύστερα απο τέσσερα χρόνια περιορισμένης δράσης, η Φιλική Ἑταιρεία ανέλαβε τη μεγάλη της αποστολή, να οργανώση δηλαδή τους Έλληνες που δεν είχαν φύγει ποτέ απο τις πόλεις και τα χωριά τους και που σπάνια συναντούσαν πατριώτες τους απο άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το καλοκαίρι του 1818 και αλλοι «απόστολοι» εξόρμησαν για να στρατολογήσουν νέα μέλη απο διάφορες περιοχές του Ελληνισμού.
Μολονότι η σφαίρα των δραστηριοτήτων τους υπήρξε μεγαλύτερη απο ο,τι είχε φανταστεί ο Σκουφάς πριν απο ενα χρόνο, ακόμη δεν είχαν μυηθεί μέλη σε όλες τις παραδοσιακές ελληνικές περιοχές. Ο Ασημάκης Κροκιδάς απο την Αρτα, πρώην εμπορικός συνεργάτης του Ξάνθου, ανέλαβε το έργο του προσηλυτισμού των Ελλήνων που βρίσκονταν στην υπηρεσία του Αλή πασά. Ο εμπορουπάλληλος Αντώνιος Πελοπίδας απο τη Στεμνίτσα ανέλαβε δράση στην Πελοπόννησο, και ο Δημήτριος Ύπατρος πήγε στην Αλεξάνδρεια για να στρατολογήσει εκεί μέλη απο την πλούσια ελληνική παροικία.
Ο Γαβριήλ Κατακάζης κρίθηκε ο κατάλληλος για να αντιπροσωπεύσει την Εταιρεία στη Ρωσία, με την ελπίδα οτι, αν και πολυ νέος (ήταν 26 χρόνων), η θέση του γραμματέα που κατείχε στη ρωσική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης θα τον βοηθούσε να πετύχει εκεί που ο Σκουφάς απέτυχε.
Ο Χριστόδουλος Λουριώτης, απο την Αρτα, έφυγε για την Ιταλία, αλλα πέθανε λίγο μετά την εκεί άφιξη του. Ολοι όσοι αναφέρθηκαν, μα εξαίρεση τον Κατακάζη, ήταν απόδημοι, μικρέμποροι η στρατιωτικοί.
Οι περισσότεροι δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας την αποστολή που ανέλαβαν. Ώς τον Σεπτέμβριο του 1818 έγινε φανερό οτι ήταν απαραίτητη κάποια μορφή διοικήσεως και ενα πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης. Ο θάνατος εξ άλλου του Σκουφά άφησε το θέμα της αρχηγίας ανοιχτό.
Έτσι, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, τα ηγετικά στελέχη της Εταιρείας υπέγραψαν μια συμφωνία, η οποία περιελάμβανε ενα διάγραμμα των υποχρεώσεών τους, καθώς και ενα σχέδιο για άμεση δράση.
Αποφασίστηκε επίσης να γίνουν προσπάθειες, ώστε να βρεθεί ο κατάλληλος αρχηγός της Εταιρείας, ενα πρόσωπο που θα συγκέντρωνε τον σεβασμό όλων των Ελλήνων. Ο Ξάνθος ανέλαβε να προτείνει στον Καποδίστρια την ανάληψη του αξιώματος ο οποίος αρνήθηκε να αναλάβει την ηγεσία, καθώς δεν μπορούσε να προδώσει την εμπιστοσύνη του τσάρου. Στην πραγματικότητα ο ίδιος θεωρούσε ότι θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα από τη θέση που βρισκόταν ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Τελικά, μετά από αρκετές επαφές, τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Οι συνθήκες έδειχναν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Κατά την κρατούσα άποψη, το σχέδιο ήταν αρχικά να ξεσπάσει ταυτόχρονα επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία. Παράλληλα να κάψουν τον τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ να ηγηθεί ο Υψηλάντης της επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Νεώτερη μελέτη δείχνει ότι ως αρχική εστία της Επανάστασης είχε επιλεγεί η Πελοπόννησος. Αυτό προκύπτει από τη μεγάλη συγκέντρωση “αποστόλων” της Εταιρείας και μυήσεων σ’ αυτή την περιοχή. Επιδιώχθηκε μάλιστα η δημιουργία ενός κύκλου μελών με ηγετικές θέσεις στην τοπική κοινωνία. Το 1820, μετά από αίτημα Πελοποννήσιων προεστών και ιεραρχών δημιουργήθηκε η Εφορία της Πελοποννήσου ή της Πάτρας, όπως συχνά αναφέρεται στις πηγές. Πιστεύεται ότι η σχετική πρόταση διατυπώθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο κείμενο με τον τίτλο “Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί του καλού συστήματος“.
Οι προτάσεις μεταφέρθηκαν από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό. Αυτός όρισε τρείς κοτζαμπάσηδες και τρείς ιεράρχες ως εφόρους, με επικεφαλής τον Ιωάννη Βλασσόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα. Αυτή η προσπάθεια των Πελοποννησίων προεστών είχε ερμηνευτεί παλαιότερα ως αντίδραση απέναντι στην ανάπτυξη των επαναστατικών δικτύων στην Πελοπόννησο, και η αποδοχή του αιτήματος από τον Υψηλάντη ως αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού.
Όμως η μελέτη των πηγών δείχνει ότι οι αρμοδιότητες της εφορίας Πελοποννήσου ήταν παρόμοιες με αυτές των άλλων εφοριών, ενώ και η εξουσία της Αρχής δεν αμφισβητήθηκε από τους Πελοποννησίους. Αντίθετα, από τις πηγές φαίνεται ότι οι τοπικές ηγεσίες της Πελοποννήσου κινήθηκαν προς την ενσωμάτωσή τους σε μοντέρνες πολιτικές και επαναστατικές δομές (όπως ήταν και η Φ. Εταιρεία), δίκτυα και σχέσεις εξουσίας. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο βαθμό νομιμοφροσύνης που έδειξαν οι κοτζαμπάσηδες και οι ιεράρχες της Πελοποννήσου προς τη Φ. Εταιρεία στους λίγους μήνες μέχρι την έναρξη της Επανάστασης. Αποδέχτηκαν τις αποφάσεις-εντολές της Εταιρείας για την έναρξη της Επανάστασης και τις υλοποίησαν.
Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (Ιανουάριος 1821) ήταν μια διευρυμένη σύσκεψη των μελών της εφορίας με τον απόστολο του Υψηλάντη, τον Γρηγόριο Δικαίο-Παπαφλέσσα. Ο κοινός ιστοριογραφικός τόπος ότι στη Βοστίτσα υπήρξε σύγκρουση απόψεων των κοτζαμπάσηδων και ιερέων με τον Δικαίο, και ότι το ξέσπασμα της Επανάστασης έγινε περίπου τυχαία, δεν γίνεται αποδεκτό από σύγχρονους ιστορικούς.
Οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ) και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν στη Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φ. Εταιρείας.
Για ανεξιχνίαστους λόγους και αφού κάποια από τα σχέδια της Εταιρείας είχαν ήδη προδοθεί ή διαρρεύσει, η επανάσταση κηρύχθηκε το Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι νέοι.
Όμως η Ρωσία δεν ήλθε ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο, κατόπιν πιέσεων της Πύλης, αφόρισε επισήμως στις 23 Μαρτίου τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες:
Μπορεί η μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821) να οδήγησε στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα.
Η προσφορά των στελεχών της Φιλικής Εταιρείας προς το έθνος υπήρξε τεράστια. Χωρίς να διαθέτουν σημαντική παιδεία, διεύρυναν, χάρη στην αποδημία τους, τους ορίζοντές τους, ώστε να αντιληφθούν πρώτοι αυτοί την ανάγκη μιας πατρίδας που θα αναγνώριζε όλους τους Έλληνες ως πολίτες, απο τον φτωχότερο βοσκό ως τον πλουσιότερο έμπορο. Η ιδέα αυτη, που γεννήθηκε μέσα στις καρδιές απλών ανθρώπων, των Φιλικών, συγκλόνισε ολόκληρο τον Ελληνισμό.