Ἡ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν

Ἡ ”Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν” τοῦ Ραφαήλ. Ἂν ἐξαιρέσουμε τὸν Ζωροάστρη καὶ τῶν Ἀβερρόη οἱ ὑπόλοιποι πνευματικοὶ ἡγέτες τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπεικονίζονται εἶναι ὅλοι Ἕλληνες. Λίγο ἀριστερὰ πάνω ἀπὸ τὴν Ὑπατία ὑπάρχει καὶ ἡ εἰκασία πὼς ἀπεικονίζεται ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἢ ὁ Ἀλκιβιάδης.

Ἡ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν εἶναι νωπογραφία τοῦ Ραφαήλ, ἡ ὁποία διακοσμεῖ ἕναν τοῖχο δωματίου μὲ τὸ ὄνομα «Αἴθουσα τῆς Ὑπογραφῆς» ἢ Stanza della Segnatura τῆς πτέρυγας Stanze di Rafaello στὸ Ἀποστολικὸ Παλάτι στὸ Βατικανό. Ὁ ἴδιος ὁ Ραφαὴλ ἔδωσε ἄλλο ὄνομα στὴν νωπογραφία, γράφοντας δύο λέξεις: “Causarum Cognitio”, «Αἰτίες Γνώριζε», δηλαδὴ προσπάθησε νὰ συνειδητοποιεῖς καὶ νὰ γνωρίζεις τὶς αἰτίες.
Ἱστορικὴ περιγραφή
«Ἡ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν» ἀπεικονίζει μιὰ φανταστικὴ σκηνὴ στὴν ὁποία διάσημοι φιλόσοφοι διαφόρων ἐποχῶν, μαθηματικοὶ καὶ ἐπιστήμονες ἀπὸ τὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα, ἀπεικονίζονται νὰ συμμετέχουν ὅλοι σὲ μιὰ συνέλευση, σὲ ἕνα μεγαλοπρεπὲς κτίριο ρωμαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Ἡ νωπογραφία αὐτὴ θεωρεῖται ἕνα ἀριστούργημα τῆς τέχνης τῆς Ὑψηλῆς Ἀναγέννησης, ἀναδεικνύοντας τὴν ἱκανότητα τοῦ Ραφαὴλ στὴ σύνθεση, τὴν προοπτικὴ καὶ τὴν σύλληψη τοῦ πνεύματος τοῦ ἀναγεννησιακοῦ ἀνθρωπιστικοῦ κινήματος. Ἐπιπρόσθετα, ἀντικατοπτρίζει τὰ ἰδανικὰ τῆς περιόδου τῆς Ἀναγέννησης, τονίζοντας τὴ σημασία τῆς μάθησης, τῆς ὀρθολογικῆς σκέψης καὶ τῆς ἀναζήτησης τῆς γνώσης. Συνεχίζει νὰ αἰχμαλωτίζει τοὺς θεατὲς καὶ λειτουργεῖ ὡς ἀπόδειξη τῶν πνευματικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἐπιτευγμάτων τῆς ἐποχῆς.

Ὁ τίτλος «Ἡ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν» δὲν δόθηκε ἀπὸ τὸν Ραφαήλ, καὶ τὸ θέμα τῆς τοιχογραφίας εἶναι στὴν πραγματικότητα «Ἡ Φιλοσοφία», ἢ τοὐλάχιστον «Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία» ἀφοῦ πάνω ἀπὸ τὴν τοιχογραφία ὁ Ραφαὴλ σημείωσε μὲ δύο λέξεις «Causarum Cognitio», «Νὰ γνωρίζεις τὶς αἰτίες», φιλοσοφικὸ συμπέρασμα μελέτης τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη, «Μεταφυσικὰ» καὶ «Φυσικά». Πράγματι, ὁ Ἀριστοτέλης φαίνεται νὰ εἶναι τὸ κεντρικὸ πρόσωπο στὴ τοιχογραφία. Ὡστόσο, ὅλοι οἱ φιλόσοφοι ποὺ ἀπεικονίζονται συμμερίζονται τὸ «Causarum Cognitio», δηλαδὴ δημιούργησαν τὸ ἔργο τους δίνοντας λύσεις ἀφοῦ πρῶτα προσπάθησαν νὰ καταλάβουν τὶς ἀρχέγονες αἰτίες τοῦ κάθε προβλήματος ποὺ ἀντιμετώπιζαν κατὰ τὸ «γνώσης τῶν πρώτων αἰτιῶν». Πολλοὶ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, καὶ μόλις τὸ ἕνα τρίτο ἦταν Ἀθηναῖοι.

Δημιουργήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1510 καὶ 1511, ὅταν ὁ καλλιτέχνης προσλήφθηκε γιὰ νὰ διακοσμήσει μὲ τοιχογραφίες τὶς μετέπειτα γνωστὲς ὡς «Αἴθουσες τοῦ Ραφαὴλ» στὸ Ἀποστολικὸ Παλάτι τοῦ Βατικανοῦ. Βρίσκεται στὸ δεύτερο δωμάτιο ποὺ διακόσμησε ὁ καλλιτέχνης καὶ εἶναι χρονικὰ ἡ δεύτερη τοιχογραφία ποὺ ὁλοκλήρωσε, μὲ πρώτη τὴν «Ἔριδα περὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία στὸν ἀκριβῶς ἀπέναντι τοῖχο τοῦ δωματίου. Ἡ «Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν» θεωρεῖται ὡς τὸ «ἀριστούργημα τοῦ Ραφαὴλ καὶ ἡ τέλεια ἐνσάρκωση τοῦ κλασικοῦ πνεύματος τῆς ὕστερης ἀναγέννησης”».

Τοποθεσία τῶν αἰθουσῶν τοῦ Ραφαὴλ στὸ Ἀποστολικὸ Παλάτι
Ἡ «Αἴθουσα τῆς Ὑπογραφῆς» (“Stanza della Segnatura”) ἦταν ὁ χῶρος μελέτης τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Πάπα Ἰουλίου Β΄. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ραφαὴλ συνδυάζουν μὲ ἁρμονία τὸ πνεῦμα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας μὲ τὸν Χριστιανισμό, καὶ σὰν καθρέπτης ἀντικατοπτρίζουν τὸ πλούσιο περιεχόμενο τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Πάπα. Οἱ τοιχογραφίες του καταπιάνονται μὲ τὰ θέματα τῆς θεολογίας, τῆς φιλοσοφίας, τῆς σοφίας, τὸ δίκαιο καὶ τῆς ποιητικῆς τέχνης. Τὸ θέμα ποὺ ἀπέδωσε ὁ Ραφαὴλ στὸ δωμάτιο μαρτυρεῖ τὴν ἀντίληψη τῶν Ἀνθρωπιστῶν τῆς Ἀναγέννησης περὶ συμβατότητας καὶ πνευματικῆς ἁρμονίας μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀναγέννησης πίστευαν πὼς αὐτὰ τὰ δύο εἶναι συμβατὰ[3] καὶ πὼς τὸ θέμα τῆς σοφίας εἶναι κατάλληλο γιὰ τὸ δωμάτιο αὐτό, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ ὑπογράφηκε καὶ σφραγίστηκε ἡ πλειοψηφία τῶν σημαντικότερων Παπικῶν ἔγγραφων.

Περιγραφὴ τῆς νωπογραφίας
Στὸ ἐπίκεντρο τῆς συνέλευσης βρίσκονται δύο ἐξέχοντες προσωπικότητες, στοχαστὲς καὶ φιλόσοφοι, ὁ Πλάτωνας καὶ ὁ Ἀριστοτέλης οἱ ὁποῖοι συζητοῦν μεταξύ τους ἐνῷ ὅλα τὰ ἄλλα συμβαίνουν γύρω τους. Ἐὰν χωρίσουμε νοητικὰ τὴν νωπογραφία ὁριζόντια, μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε πὼς τὸ περίπου μισὸ τοῦ ἔργου (ἀπὸ τὴν μέση καὶ πάνω) προβάλει τὸν οὐρανό, τὰ περιβάλλοντα ἀγάλματα τοῦ φανταστικοῦ αὐτοῦ χώρου καὶ τὶς τρεὶς καμάρες τοῦ κτίσματος, δηλαδὴ μιᾶς εἰκόνας τῆς ἀνώτερης φύσης, αὐτῆς ποὺ ὁ Πλάτων δείχνει μὲ τὸ δάκτυλο. Ἀντίθετα ἀπὸ τὴν μέση καὶ κάτω, ἡ νωπογραφία ἔχει μαζεμένη ὅλη τὴν ἀνθρώπινη γνώση ἐνσαρκωμένη σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς φιλοσόφους καὶ διανοούμενους, τὸ ἀνθρώπινο πλαίσιο καὶ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ δείχνει ὁ Ἀριστοτέλης μὲ τὴν χειρονομία του.

Τὸ ἔργο περιλαμβάνει ρωμαϊκὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ συνάμα ἔχει ἕνα γενικὸ ἡμικυκλικὸ καθορισμό, ἔχοντας τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη στὸ κέντρο, μὲ ὅλα τὰ ἄλλα νὰ περιφέρονται γύρω ἀπὸ αὐτούς. Ἕνα σύστημα ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ὑπαινιχθεῖ πῶς παραπέμπει στὴν Πυθαγόρεια Μονάδα, καὶ πὼς ὁ Ραφαὴλ ζωγράφισε τὴν τοιχογραφία μὲ ἕνα ἀρχαιοελληνικὸ σύστημα.

Εἰκάζεται πὼς κάθε μεγάλος φιλόσοφος εἶναι στὸν πίνακα, ἀλλὰ ἡ ἀναγνώριση ὅλων τοὺς εἶναι ἀδύνατη, γιὰ δύο λόγους: ἀφ’ ἑνὸς γιατί ὁ Ραφαὴλ δὲν ἄφησε καμία περιγραφὴ τῶν προσώπων ποὺ σχεδίασε, καὶ ἀφ’ ἑτέρου διότι καὶ ὁ ἴδιος σχεδίασε ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους ὅπως τοὺς φανταζόταν. Ὁ Ραφαὴλ συνδύασε τὴν φαντασία του μὲ τὶς γνώσεις του καὶ δημιούργησε ἕνα δικό του σύστημα εἰκονογραφίας γιὰ νὰ ζωγραφίσει τοὺς εἰκονιζόμενους, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχε μὲν διαβάσει ἀλλὰ ποὺ δὲν τοὺς εἶχε ἀπαραίτητα δεῖ νὰ ἀπεικονίζονται. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Σωκράτης εἶναι ἄμεσα ἀναγνωρίσιμος στὸ κέντρο τῆς τοιχογραφίας, γιατί γνωρίζουμε σήμερα, ὅπως καὶ ὁ Ραφαὴλ τότε, ἕνα πρότυπο τῆς φυσιογνωμίας του, δηλαδὴ πῶς περίπου ἔμοιαζε ὁ Σωκράτης, ἀπὸ προτομὲς ἢ ἀνδριάντες του. Ἀντίθετα, τὸ πρόσωπο ποὺ εἰκάζεται νὰ ἀντιστοιχεῖ στὸν Ἐπίκουρο ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὰ πρότυπα τῆς φυσιογνωμίας του ποὺ συναντοῦμε σὲ προτομές.

Γνωρίζουμε τελεσίδικα πῶς στὸ κέντρο τῆς τοιχογραφίας παριστάνεται ὁ Πλάτωνας στὰ ἀριστερὰ νὰ δείχνει μὲ τὸ χέρι του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης διαφωνῶντας μὲ τὸ δεξί του χέρι νὰ δείχνει πρὸς τὴν γῆ. Ὁ Πλάτων κρατάει τὸ ἔργο του «Τίμαιος» ἐνῷ ὁ Ἀριστοτέλης κρατάει τὸ δικό του ἔργο «Ἠθικὰ Νικομάχεια». Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, διάφοροι μελετητὲς ἐκφράζουν διαφορετικὲς ἀπόψεις ὡς πρὸς τὸ ποιοί εἶναι οἱ εἰκονιζόμενοι.

Εἰκονιζόμενοι
Ὁ Πλάτωνας ἀπεικονίζεται νὰ δείχνει πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸ βασίλειο τῶν ἰδανικῶν μορφῶν, κρατῶντας τὸ βιβλίο του Τίμαιος, ἐνῷ ὁ Ἀριστοτέλης δείχνει πρὸς τὴ γῆ, πρὸς τὸν φυσικὸ κόσμο, κρατῶντας τὸ δικό του βιβλίο Ἠθικὰ Νικομάχεια. Αὐτὴ ἡ ἀντιπαράθεση συμβολίζει τὸ φιλοσοφικὸ χάσμα μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων στοχαστῶν, ἐπισημαίνει τὴ θεμελιώδη φιλοσοφική τους ἀπόκλιση σχετικὰ μὲ τὴ φύση τῆς πραγματικότητας καὶ τὴν ἐπιδίωξη τῆς γνώσης. Γιὰ τὸν Πλάτων ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξης τῶν πάντων, καὶ οἱ αἰτίες ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ὕπαρξη μιᾶς θεϊκῆς νοημοσύνης, ἐνῷ γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη ὁ σκοπὸς καὶ τὰ αἴτια μποροῦν νὰ μᾶς γίνουν γνωστὰ ἐὰν παρατηρήσουμε τὸν φυσικό μας κόσμο.

Ὁ Πλάτων, ὁ μαθητὴς τοῦ Σωκράτη, πίστευε στὴν ὕπαρξη ἑνὸς Δημιουργοῦ πέρα ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ὑποστήριξε ὅτι ὁ φυσικὸς κόσμος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἐλαττωματικὴ ἀντανάκλαση μιᾶς ἀνώτερης σφαίρας τέλειων μορφῶν ἢ ἰδεῶν. Ἡ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα ἔδωσε ἔμφαση στὴν ἀναζήτηση καθολικῶν ἀληθειῶν καὶ στὸν στοχασμὸ ἀφηρημένων ἐννοιῶν. Στὴν νωπογραφία, ὁ Πλάτων μὲ τὴν χειρονομία του δηλώνει τὴν πίστη του στὶς ὑπερβατικὲς ἀλήθειες καὶ στὸν σκοπὸ τῆς θειικῆς νοημοσύνης.

Ἡ χειρονομία του Πλάτων πρὸς τὸ Θεῖο, ὑποστηρίζεται στὸ βιβλίο του ποὺ ἀπεικονίζεται νὰ ἔχει στὴν κατοχή του, τὸν διάλογο «Τίμαιος», στὸν ὁποῖο ἐξερευνᾶ τὴν κοσμολογία καὶ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος, συζητῶντας διάφορες πτυχὲς τῆς προέλευσης, τῆς δομῆς καὶ τοῦ σκοποῦ τοῦ σύμπαντος. Παρουσιάζει μιὰ ὁλιστικὴ ἄποψη τοῦ σύμπαντος, τονίζοντας τὴ διασύνδεση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τὶς ὀρθολογικὲς ἀρχὲς ποὺ τὸν διέπουν καὶ τὴν ὕπαρξη μιᾶς θεϊκῆς νοημοσύνης πίσω ἀπὸ τὸ σχεδιασμό του.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Ἀριστοτέλης, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ διάσημος μαθητὴς τοῦ Πλάτωνα, εἶχε μιὰ πιὸ ἐμπειρικὴ καὶ πρακτικὴ προσέγγιση τῆς γνώσης. Ἐπικεντρώθηκε στὴ μελέτη τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ στὴν κατανόησή του μέσῳ τῆς παρατήρησης καὶ τῆς κατηγοριοποίησης. Ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη τόνισε τὴ σημασία τῆς μελέτης τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ τῆς ἐξαγωγῆς συμπερασμάτων μὲ βάση ἐμπειρικὰ στοιχεῖα. Στὴν νωπογραφία, ἡ χειρονομία τοῦ Ἀριστοτέλη πρὸς τὴν γῆ δηλώνει τὴν ἔμφαση ποὺ δίνει στὸν ἁπτό, παρατηρήσιμο κόσμο. Τὸ βιβλίο ποὺ ἔχει στὴν κατοχή του, τὸ ὁποῖο προσδιορίζεται ὡς «Ἠθικὰ Νικομάχεια», ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα του στὸ ὁποῖο ἐξερευνᾶ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά.

Ἀντιπαραθέτοντας αὐτοὺς τοὺς δύο μεγάλους φιλοσόφους στὸ κέντρο τῆς σύνθεσης, ὁ Ραφαὴλ ὄχι μόνο τοὺς παρουσιάζει ὡς συμβολικὲς φιγοῦρες ἀλλὰ ἀναδεικνύει ἐπίσης τὸν συνεχιζόμενο φιλοσοφικὸ λόγο καὶ τὴ συζήτηση ποὺ διαμόρφωσε τὸ πνευματικὸ τοπίο τῆς Ἀναγέννησης.

wpChatIcon
wpChatIcon