Της Αικ.Γ.Δασκαλοπούλου
[Introduction
Aristoxenus of Tarentum was one of ancient Greece’s most remarkable thinkers in the field of music. Born in the 4th century BCE in the Greek colony of Tarentum in southern Italy, he combined the precision of philosophy with the sensitivity of the ear. A student of Aristotle,
Aristoxenus sought to understand music not through numbers and ratios, as the Pythagoreans did, but through human perception itself. His surviving work, Elements of Harmony, stands as one of the earliest systematic treatises on music theory and marks him as a true pioneer of musical thought.]
Ὁ Ἀριστόξενος ὁ Ταραντίνος ὑπῆρξεν εἷς ἐκ τῶν σημαντικοτέρων μουσικῶν καὶ φιλοσόφων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος.
Ἐγεννήθη περὶ τὸ 375 π.κ.ε. εἰς τὸν Τάραντα τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, πόλιν τῆς Νοτίου Ἰταλίας, ὅπου ἄνθιζεν ἡ ἑλληνικὴ παιδεία.
Ὁ πατὴρ αὐτοῦ, Σπίνθαρος ἢ κατ’ ἄλλους Ἐμνησίας, ἦτο μουσικός καὶ ἐδίδαξε τὸν υἱὸν του τὰ πρώτα μαθήματα μουσικῆς. Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἀριστόξενος ἐδείκνυε μεγάλην ἔφεσιν πρὸς τὴν τέχνην ταύτην.
Μετὰ τὰ πρώτα μαθήματα ἐκ τοῦ πατρὸς του, ἐμαθήτευσε πλησίον τοῦ Λάμπρου ἐξ Ἐρυθρῶν καὶ ὕστερον τοῦ Ξενόφιλου τοῦ Πυθαγορείου.
Ἐν συνεχείᾳ μετέβη εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἐμαθήτευσε παρὰ τῷ Ἀριστοτέλει καὶ ἐνετάχθη εἰς τὸν κύκλον τῶν περιπατητικῶν φιλοσόφων. Ἀγαπῶν ὑπερβαλλόντως τὸν διδάσκαλόν του, ἐπεθύμησεν ὕστερον νὰ τὸν διαδεχθῇ ἐπικεφαλὴς τοῦ Λυκείου, ἀλλὰ ὁ Ἀριστοτέλης ὡρίσε τότε τὸν Θεόφραστον, πράγμα ποὺ λέγεται ὅτι ἐλύπησε τον Ἀριστόξενο βαθύτατα.
Ὁ Ἀριστόξενος ἔζησε ἐν Ἀθήναις καὶ ἔγραψε πολυάριθμα συγγράμματα. Η Σοῦδα τοῦ ἀποδίδει πλείονα τῶν τετρακοσίων πεντήκοντα. Δυστυχῶς, τὰ πλείστα ἐχάθησαν, καὶ σήμερον ἔχομεν μόνον ἀποσπάσματα.
Ἐκείνο ποὺ διεσώθη σχεδὸν ὁλόκληρον εἶναι τὰ «Ἀρμονικὰ Στοιχεῖα», ἔργον ἐν τᾧ οποίω ἐξέθεσεν τὴν θεωρίαν του περὶ μουσικῆς, καὶ ὀλίγα κομμάτια ἀπὸ τὸ «Περὶ ῥυθμῶν».
Ὁ Ἀριστόξενος ἐστάθη ἐναντίον τῆς ἀποκλειστικῶς μαθηματικῆς ἀντιλήψεως τῶν Πυθαγορείων περὶ μουσικῆς.
Οἱ Πυθαγόρειοι ἐθεώρουν ὅτι ἡ μουσικὴ ὑπακούει μόνον εἰς ἀριθμητικὰς ἀναλογίας, ὅτι δηλαδὴ τὰ διαστήματα μεταξύ φθόγγων καθορίζονται ἀπὸ ἀριθμούς.
Ὁ Ἀριστόξενος, ἀντιθέτως, ὑπεστήριξε ὅτι ἡ μουσικὴ εἶναι πρωτίστως ἔργον τῆς ἀκοῆς. Ἔλεγε ὅτι τὰ διαστήματα πρέπει νὰ κρίνονται μὲ τὴν αἴσθησιν, ὄχι μὲ ἀφηρημένους ἀριθμούς, διότι ἡ μουσικὴ ἀπευθύνεται εις τὸ αἰσθητὸν καὶ ουχί μόνον στὸ λογικόν. Ἀντὶ τοῦ «ὁρᾶν» ἀριθμούς, ἤθελε «ν’ ἀκούῃ» σχέσεις.
Ἐπίσης, διεχώρισε καὶ ἀνέλυσε τὰ λεγόμενα γένη τῆς μουσικῆς, τὸ διατονικόν, τὸ χρωματικὸν καὶ τὸ ἐναρμόνιον καὶ ἐπεξήγησεν ὅπως οἱ φθόγγοι τοῦ τετραχόρδου ἠμποροῦν νὰ μεταβληθοῦν ἀναλόγως τοῦ γένους.
Ἐξέτασε τὴν φύσιν τῶν μελωδιῶν, τῶν ῥυθμῶν καὶ τῶν κανόνων ποὺ διέπουν τὴν μελωδικὴν πορείαν.
Ἐθεώρει ὅτι ἡ μουσικὴ ὀφείλει νὰ συνδυάζῃ τὴν ἀκοὴ, τὴν μνήμην καὶ τὴν λογικὴν κρίσιν. Ότι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὸ μέλος ὡς ἐνιαῖον σχηματισμόν καὶ ὄχι ὡς ἀθροισμὸν ἀριθμητικῶν τιμῶν.
Ὁ Ἀριστόξενος εἶχεν ἰδιαιτέραν ἔμπνευσιν καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὴν σχέσιν μουσικῆς καὶ λόγου. Διέκρινε τὸ λεγόμενον «λογῶδες μέλος», ἤτοι τὴν μελωδίαν ποὺ ἐμπεριέχεται εἰς τὴν ἀπαγγελίαν τοῦ λόγου, ἀπὸ τὴν μουσικὴν μελωδίαν, ὅπου ὑπάρχει σαφὴς διαχωρισμὸς φθόγγων.
Ἐπεσήμαινε ὅτι ὁ λόγος κινείται συνεχῶς, ἐνῶ ἡ μουσικὴ κινείται κατὰ διαστήματα.
Τὰ γραφόμενά του ἔχουν ἀξίαν ουχί μόνον μουσικὴν, ἀλλὰ καὶ φιλοσοφικήν.
Ἐπροσπάθησε νὰ συνδέσῃ τὴν τέχνην μὲ τὴν ἀνθρώπινην ψυχήν, ὑποστηρίζων ὅτι ὅπως ἡ ἁρμονία συνδέει τοὺς φθόγγους, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ συνέχει τὰ μέρη τοῦ σώματος.
Ἡ σκέψις του ἔχει, δι’ αὐτὸ, χαρακτῆρα βαθέως φιλοσοφικόν.
Παρά τὴν μεγάλην σημασίαν του, τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστοξένου δὲν εἶναι γνωστὸν εἰς τὸ πλατὺ κοινόν.
Οἱ λόγοι εἶναι πολλοί. Τὰ ἔργα του δὲν διεσώθησαν ὅλα, ἡ γλῶσσά του ἦτο δύσκολη, καὶ ὁ κόσμος προτίμησε νὰ θυμᾶται τοὺς Πυθαγορείους, οἱτινες ἔδιδαν ἀπλούστερον μαθηματικὸν σχήμα.
Ὅμως, οἱ νεώτεροι μουσικολόγοι τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν πρῶτον ποὺ ἔθεσε τα θεμέλια της ἐπιστημονικῆς θεωρίας τῆς μουσικῆς.
Τοιουτοτρόπως, ὁ Ἀριστόξενος ὁ Ταραντίνος, μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐκλήθη ἐκτοτε «ὁ Μουσικός», καὶ δικαίως.
Ούτος, έφερε τὴν μουσικὴν ἀπὸ τὴν σφαῖραν τῶν ἀριθμῶν εἰς τὴν σφαῖραν τῆς ἀκοῆς, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Βιβλιογραφία και πηγές:
1. Ἀριστόξενος, “Ἀρμονικὰ Στοιχεῖα” , ἐκδ. Κάκτος, 1994.
2. Γκίμπσον, Σ., “Aristoxenus of Tarentum and the Birth of Musicology”, ed. Oxford University Press, 2005.
3. Κανελλόπουλος, Π., ” Ἱστορία τῆς Μουσικῆς τοῦ Ἀρχαίου Κόσμου”, Ἀθήνα 1979.
Εικόνα: Daskalopoulou Katerina 10/2025