Όταν εις άνθρωπος γεννηθή μεγαλοφυής· όταν ασκή εν τω βίω του την αρετήν καθ’ όλα τα μέρη αυτής όταν ζητή εν τη επιστήμη την αλήθειαν και μόνην την αλήθειαν όταν τέλος έχη τοιαύτην θέλησιν ώστε να κυρίαρχη αύτη απολύτως της υπάρξεως του τότε ο άνθρωπος ούτος γίνεται υπεράνθρωπος, φθάνει εις τοιούτον σημείον τελειότητας, ώστε η ψυχή του να προσεγγίζη και να ατενίζη εκ του πλησίον το θείο. Εις αυτό το ύψος ο άνθρωπος γίνεται μύστης. Κατέχει απίστευτους ικανότητας και η διαίσθησίς του γιγαντούται. Η θέλησίς του ακτινοβολεί προς πάσαν διεύθυνσιν, δίδουσα εις αυτόν δύναμιν πράγματι θαυματουργόν.
Με το γαλήνιον αλλά ερευνητικόν βλέμμα του διεισδύει εις τας σκέψεις των ανθρώπων. Με μίαν λέξιν η και απλώς δια της παρουσίας του θεραπεύει ασθενείς. Ποοφητεύει ή προλέγει γεγονότα. Βλέπει συμβάντα, τα οποία λαμβάνουν χώραν πολύ μακράν αυτού. Με την συγκέντρωσιν της σκέψεως του ενεργεί εξ αποστάσεως. Το εσωτερικόν του φώς ακτινοβολεί προς τα έξω ευεργετικόν εις πάντας. Έχει συνείδησιν της μεγάλης του δυνάμεως και αισθάνεται ότι αόρατος τις δύναμις τον περιβάλλει και τον βοηθεί εις την αποστολήν του, η οποία μοναδικόν σκοπόν έχει την αναμόρφωσιν της ανθρωπότητος.
Δι όλα ταύτα όμως οι μύσται είναι πολύ σπάνιοι εν τω κόσμω.
Εις από τους ολίγους μύστας, τους οποίους εγνώριοεν η ανθρωπότης, είναι ο Πυθαγόρας, του οποίου το ήρεμον, γαλήνιον και ωραίον εξωτερικόν ενέκλειεν ακαταδάμαστον ενεργητικότητα, πνεύμα ενθουσιώδες, πνεύμα φιλοσοφικόν, πνεύμα θείον.
Κέντρον του όλου Πυθαγορείου συστήματος και εν γένει του Πυθαγοοείου δεσμού είναι τα Πυθαγόρεια μυστήρια, τα όποια ο Ηρόδοτός καλεί «όργια». Ταύτα διακρίνονται των άλλων ομοίων των, διότι δεν είχον περιωρισμένον σκοπόν με ωρισμένα μυστικά δόγματα, ως λ.χ. τα περί μετεμψυχώσεως δόγμα αλλ’ είχον σκοπόν ευρύτατον. Απήτουν δηλαδή όχι μόνον ηθικότητα, εγκράτειαν, αγνότητα και τάσιν προς πάν ό,τι οδηγεί εις την σωματικήν και πνευματικήν υγείαν, άλλα και καλλιέργειαν πάσης τέχνης, έτι δε σοβαράν επιστημονικήν ενέργειαν, άνευ της όποιας δεν προήγοντο εις ανώτερον βαθμόν.
Ιδρυτής των Πυθαγορείων μυστηρίων είναι ο ίδιος ο Πυθαγόρας, οι γινόμενοι δε δεκτοί εις τα μυστήρια ήσαν και μέλη του Πυθαγορείου δεσμού. Αλλ’ η εισδοχή εις τα μυστήρια προϋπέθετε πολλάς δοκιμασίας, διότι ο Πυθαγόρας ήτο πολύ δύσκολος εις την παραδοχήν των δοκίμων. Αι δοκιμασίαι ήρχιζον από τα εύκολα προς τα δύσκολα. Εξητάζετο ο προηγούμενος βίος των δοκίμων και ιδίως ή συμπεριφορά των προς τους γονείς και συγγενείς, αι ασχολίαι και οι φίλοι των, αι επιθυμίαι και αι ορέξεις των. Παρηκολουθούντο οι λόγοι των; το βάδισμα των, αι χειρονομίαι των, το γέλιο των, το όποιον, ως επίστευεν ο Πυθαγόρας, φανερώνει τον χαρακτήρα παντός ανθρώπου, αι κινήσεις του σώματος και οι μορφασμοί των, η φιλομάθεια των και τα τοιαύτα. Έπειτα εδοκιμάζοντο οι δόκιμοι αν αντέχουν εις την σιωπήν και την μοναξιάν, και αν είναι προπαρεσκευασμένοι να καταφρονούν τας τιμάς και να καταπνίγουν τον εγωισμόν των. Αι δοκιμασίαι αύται διήρκουν επί πολύν χρόνον. Μετά δε τας δοκιμασίας, από τας οποίας τελευταία ήτο η δοκιμασία του εγωισμού, ή παρεκαλούντο οι δόκιμοι να επιστρέψουν εις την οικίαν των, ή εγίνοντο δεκτοί και εδέχοντο τα συγχαρητήρια των συμμαθητών των, πλέον, διότι από την στιγμήν εκείνην ήσαν μέλη του Πυθαγορείου δεσμού, κατέχοντες τον Α’ βαθμόν και κατώκουν εις το Μικρόν Άστυ, αφού παρέδιδον τα υπάρχοντα των εις τους κοινούς ταμίας, τους «οικονόμους της ετειρείας», επί τω λόγω «τα των φίλων κοινά».
Ο Πυθαγόρας τους μαθητάς του διέκρινε με τας λέξεις: «οι έσω» και «οι έξω». Οι έξω ήσαν οι κατέχοντες τον Α’ βαθμόν, οι δε έσω οι προαγόμενοι εις τους δύο άλλους βαθμούς, ήτοι τον Β’ και Γ’ βαθμόν. Μεταγενέστεροι συγγραφείς διακρίνουν τρεις τάξεις : Πυθαγοριστάς (ή εξωτερικούς ή ακουσματικούς), Πυθαγορείους (ή εσωτερικούς ή μαθηματικούς) και Πυθαγορικούς (ή σεβαστικούς ή φυσικούς).
Α’ Βαθμός: Μαθητής. Εις τον βαθμόν τούτον έμενον 2—5 έτη, κατά τα όποια είχον καθήκον την απόλυτον σιγήν. Ήκουον τα υπό των Πυθαγορείων (Β’ και Γ’ βαθμού) διδασκόμενα υπό τύπον διαλέξεων εις το «ομακόϊον», χωρίς να εκφέρουν γνώμην ή να φέρουν αντίρρησιν ή να συζητήσουν έπ’ αυτών. Δια τούτο και ακουσματικοί ελέγοντο. Τον ίδιον τον Πυθαγόραν δεν ηδύναντο ακόμη να ακούσουν διδάσκοντα.
Β’ Βαθμός: Διδάσκαλος. Από της στιγμής κατά την οποίαν προήγετο ο μαθητής εις τον Β’ βαθμόν, είχε το δικαίωμα να εισέρχεται εις την εσωτερικήν αυλήν της κατοικίας του Πυθαγόρου, να παρακολουθώ την διδασκαλίαν του και να διδάσκη και αυτός τους μαθητάς και τους λοιπούς ομοιοβάθμους του· εισήγετο δηλαδή εις την τάξιν των εσωτερικών, ενώ μέχρι τούδε ανήκαν εις την τάξιν των εξωτερικών, οι του βαθμού τούτου εκλήθησαν και μαθηματικοί, διότι κυριον έργον των ήτο η προαγωγή των μαθημάτων. Ήσαν δε ταύτα η αριθμητική, η γεωμετρία, η μουσική, η αστρονομία και εν γένει η φυσική. Εις τον βαθμόν τούτον ήρχιζεν η διδασκαλία των απορρήτων. Ο νεόφυτος διδάσκαλος ήκουε παρ’ αυτού του Πυθαγόρου τας καθαρώς επιστημονικάς δοξασίας του. Οι αριθμοί, ως έννοιαι φιλοσοφικαί αλλά και ως μυστηριώδεις δυνάμεις, τα μαθηματικά εν γένει και η αστρονομία ήσαν το κύριον μέλημα των εσωτερικών ή μαθηματικών κληθέντων.
Με την μύησιν του Β’ βαθμού διελύετο η προ των οφθαλμών του μεμυημένου ομίχλη και το πνεύμα του έβλεπε τα πράγματα καθαρώτερα παρά πρότερον. Εις τον Β’ βαθμόν έμενον επί τρία έτη, μετά την πάροδον των όποιων προήγοντο εις τον Γ’ βαθμόν.
Γ’ Βαθμός: Τέλειος διδάσκαλος. Εις τον βαθμόν τούτον οι Πυθαγόρειοι έγίνσντο πλέον τέλειοι διδάσκαλοι και εκαλούντο Φυσικοί η Σεβαστικοί. Ό,τι απόρρητον είχεν ο Πυθαγόρας εδίδασκεν αυτούς. Δεν είχε πλέον να κρύψη τίποτε, διότι ηδύναντο να κατανοήσουν πάσαν γνώσιν της επιστήμης και να ερμηνεύσουν αυτήν. Κύριον έργον των ήτο η εποπτεία της Σχολής και η διδασκαλία. Αλλά συγχρόνως εμυούντο εις τα μυστήριο: της φύσεως και της αστρονομίας και της συναφούς προς ταύτην αστρολογίας, η όποια έργον έχει να εξετάση τι φαίνεται εις τον ουρανόν εκ της τιμιωτάτης και θειοτάτης τάξεως.
Πλην τούτων εμυούντο οι του Γ’ βαθμού εις τας περί ψυχής δίξασίας του διδασκάλου και τας θρησκευτικάς τοιαύτας. Η περί αθανασίας της ψυχής δοξασία και η μετ’ αυτής συνδεόμενη ιδέα, της ανταποδόσεως ήσαν το τέρμα της διδασκαλίας και της μυήσεως του βαθμού τούτου.
Οι μεμυημένοι ήσαν τέλειοι διδάσκαλοι. Αλλά ήταν και μύσται, όπως ο σοφός Σάμιος; Όχι, βεβαίως. Εκ των Πυθαγορείων ουδείς έφθασε τον βαθμόν τούτον. Φιλόσοφοι έγιναν (λ.χ. ο Φιλόλαος και άλλοι), αναμορφωταί κοινωνιών εγιναν (λ.χ. ο Χαρώνδας, ο Ζάμολξις κλπ.). Μύσται όμως, κανείς. Διότι η μύησις της διανοίας, πράγμα το όποιον εξηρτάτο από τον Πυθαγόραν, εγίνετο εις τον Β’ και Γ’ βαθμόν η μύησις όμως της θελήσεως δεν ήτο κατορθωτή, διότι, απλούστατα, δεν εξηρτάτο από τον διδάσκαλοι. Ήτο ιδεώδες, έχον σχέσιν στενήν προς το άτομον. Δια τούτο δυνάμεθα περί του μύστου να είπωμεν : ο μύστης γεννάται, δεν γίνεται.
Και όντως, πρέπει να συνδράμουν πολλοί παράγοντες ίνα φθάση τις το ιδεώδες του μύστου. Πρώτον, πρέπει να γεννηθή μύστης. Κατά τας περί μετενσαρκώσεως δοξασίας, αι κεκαθαρμέναι ψυχαί περιφέρονται εις τον αιθέρα μέχρις όπου ενωθούν μετά της θείας ψυχής. Ίνα λοιπόν γεννηθή μύστης πρέπει κατά θείαν συγκατάβασιν μία από τας εξαγνισμένας ψυχάς, ενώ πλησιάζει να ενωθή με το θείον, να δεχθή εκουσίως να κατέλθη και δεσμευθή εις σώμα ανθρώπου. Έπειτα πρέπει να γεννηθή από γονείς αγαθούς και ενάρετους. Τρίτον πρέπει να έχη θέλησιν λίαν εξαιρετικήν και να ζήση βίον αγνόν. Τέλος δε πρέπει να επιτύχη μύησιν της διανοίας πλήρη και τελείαν.
Το ανθρώπινον μεγαλείον συνίσταται εις την ανύψωσιν των διανοητικών ικανοτήτων, η οποία χαρακτηρίζεται ως μεγαλοφυία, ή εις την ανύψωσιν της βουλητικής δυνάμεως η οποία αποτελεί, την φύσιν του ηρωϊσμού. Εις την μακραίωνα ελληνικήν ιστορίαν παρουσιάζονται πολλάκις αμφότερα. Ενωμένα όμως η μεγαλοφυία και ο ηρωϊσμός σπανιώτατα απαντούν. Το τοιούτον μεγαλείον παρουσιάζεται μόνον εις πνεύματα αναμορφωτικά και εις εποχάς κατά τας όποιας ο πρακτικός βίος μιας κοινωνίας δεν ευρίσκεται εν αρμονία προς τον θεωρητικόν τοιούτον. Τούτο συνέβη εις το πρόσωπον του Πυθαγόρου. Συνέτρεξαν αμφότερα, ίνα αναφανή, βλάστηση και καρποφορήση το Ιστορικόν μεγαλείον του Σαμίου αναμορφωτού, φιλοσόφου και μύστου. Θαυμάζεται και αναγνωρίζεται μέχρι σήμερον ως ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος, διότι τα διδάγματα του έχουν κοσμοΐστορικόν κύρος.
Βιβλιογραφία.
Ιάμβλιχος, Βίος Πυθαγόρου.—Διογένης Λαέρτιος, βιβλ. VIII, Πυθαγόρας. — Dieis, Doxographi Graeci (1879). — Diels, Die Fragmente der Vorrokratiker (1951 ).— A. Delotte, Etude sur la litterature Pythagoricienne (1915) — A. Delatte, La vie de Pythagore de Diogene Laerce (1922). — Gomperz, Griechische Denker (1901). — James Grow, A short history of Greek Mathematics (1884). Heath, A history of Greek Mathematics (1921). — Eva Sachs, Die fuenf Platonischen Koerper (1917). — Chaignet, Pythagore et la philosophie Pythagoricienne (1873). -— Hankel, Zur Geschichte der Mathematik im Alrertum und Mittelalter (1874). — H Juegl, Neopvthagoreische Studien (1892). — Ι. Ε. Καλλιτσουνάκι; Επταδικαί έρευναι, Αθήναι 1922. — Μ. Κ. Στεφσνίδου, Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, Αθήναι 1932. — Αρ. Κούζη, Ιστορία της Ιατρικής, τομ. 1, 1929, Αθήναι. — Ε. Παντελάκη, Χρυσά Έπη Πυθαγόρου. Αθήναι, G.S. KIRK – J.E. RAVEN – M. SCHOFIELD, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Πυθαγόρας (σελ 221 – 245) Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Αθήνα 1990), — Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Β Η Σχολή των Πυθαγορείων (σελ 426,427) Εκδόσεις “Εκδοτική Αθηνών” 1971 , — Οι πανάρχαιοι Έλληνες και η σύγχρονη Αστροφυσική Ελευθέριος Αθην. Κατσαβουνίδης Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Εργολήπτης Δημοσίων Έργων “Ενημερωτικό Δελτίο”. Τ.Ε.Ε, Τεύχος 1936, 7 Ιαν 1997, σελ 84,85
Εγκυκλοπεδικό λεξικό «ΗΛΙΟΥ»