Ο Πυθαγόρας φεύγων από την ιδιαιτέραν πατρίδα του Σάμον και την τυραννικήν εξουσίαν του Πολυκράτους, μας δίδει την εικόνα της ηρεμίας και της ισχύος εν τω μέσω της μανίας των στοιχείων. Ούτω πλησίστιος φεύγει προς τας πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος, της Κάτω Ιταλίας, αι οποίαι είχον αριστοκρατικόν πολίτευμα, όπου ο πατήρ του Απόλλων ωδήγησεν αυτόν εις τον κόλπον του Τάραντος, εις την δωρικήν αποικίαν Κρότωνα, η οποία είχε το πλέον φιλελεύθερον αριστοκρατικόν πολίτευμα και ήτο η πλέον ακμάζουσα πόλις της Κάτω Ιταλίας. Ο σκοπός του δεν ήτο να διδάξη μόνον ωρισμένον αριθμόν νέων και να ιδρύση ούτω μίαν ψιλοσοφικήν σχολήν, αλλά ειχεν ως απώτερον σκοπόν να μεταρρύθμιση, συν τω χρόνω, την κοινωνικήν και πολιτικήν όργάνωσιν των πόλεων, συμφώνως προς τας φιλοσοφικός του αντιλήψεις. Τοιούτον δε αναμορφωτήν μόνον αι πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος ήτο δυνατόν να ανεχθούν. Η διαίσθησίς του δεν ηπατήθη.
Το Συμβούλιον των χιλίων, η ανωτάτη αύτη αρχή του Κρότωνος, αφού έμαθε περί της εμφανίσεως του θείου τούτου ανδρός, εκάλεσε τον Πυθαγόραν και τον παρεκάλεσε να είπη και εις αυτούς, εάν έχη τι καλόν. Τούτο υπήρξε διατον Πυθαγόραν ευκαιρία να ανάπτυξη εις αυτούς ωρισμένας ιδέας του και να καταδείξη, ότι δεν ήλθε ίνα καταλύση το κοινωνικόν και πολιτικόν σύστημα της πόλεως, αλλ’ ίνα ενίσχυση αυτό. Αφού δε κατέθελξε τους πλείστους των χιλίων, συνέστησε να ιδρύσουν Ιερόν των Μουσών, ως σύμβολον της ομονοίας, ήτοι: του ρυθμού, της τάξεως, της αρμονίας και της συμφωνίας μεταξύ των κατοίκων. Μετά ταύτα συνέστησε να προσέχουν μόνον εις το δίκαιον.
Αλλά τι είναι δικαιοσύνη; Ο Πυθαγόρας εδίδαξε περί τούτου βραδύτερον ουχί μόνον θεωρητικώς, αλλά και εμπράκτως. Θεωρητικώς έλεγε, ότι αρχή δικαιοσύνης είναι το κοινόν και ίσον και το να συμπάσχουν όλοι σαν ένα σώμα και μια ψυχή και το να λέγουν για το ίδιο πράγμα δικό μου και ξένο. Εμπράκτως δε δια της ιδρύσεως του Πυθαγορείου ιδρύματος, το όποιον κατέστη συγχρόνως εκπαιδευτήριον, Ακαδημία των Επιστημών και μικρόν πρότυπον Άστυ, υπό την γενικήν διεύθυνσιν του μεγάλου αρχηγού. Εκεί ο Πυθαγόρας επέτυχε την δικαιοσύνην εφηρμοσμένην, όπως ο Πλάτων, μιμούμενος αυτόν, εζήτει να εύρη την δικαιοσύνην ιδρύων φανταστικήν, δια του λόγου μόνον, πολιτείαν. Επέτυχε δε ο Πυθαγόρας την δικαιοσύνην, αφού απομάκρυνε κάθε τι πού είχε σχέσιν με το άτομον, ηύξησε δε κάθε τι πού είχε σχέσιν με την ολότητα, έως αυτά τα πιο μικρά κτήματα, με την πεποίθησιν, ότι αυτά είναι η αιτία των στάσεων και των ταραχών. Όλα δηλαδή ήσαν κοινά και κανείς δεν είχε τίποτε ατομικόν του «Πᾶν τὸ ἴδιον ἐξορίσας, τὸ δὲ κοινὸν αὐξήσας μέχρι τῶν ἐσχάτων κτημάτων, αἰτίων ὄντων στάσεως καὶ ταραχῆς κοινὰ γὰρ πὰντα, ἴδιον δὲ οὐδεὶς ούδέν ἐκέκτητο».
Βάσιν λοιπόν του κοινωνικού και πολιτικού του συστήματος ώριζε την δικαιοσύνην, την οποίαν εύρισκεν εις την κοινότητα. Ως υπόδειγμα δε της τοιαύτης κοινότητος παρουσίαζε την κοινότητα του Πυθαγορείου ιδρύματος.
Τούτο κατ’ αρχάς περιελάμβανεν ολίγα οικήματα πέριξ του ναού των Μουσών, συν τω χρόνω όμως ταύτα επληθύνοντο και ούτω ανεπτύσσετο το μικρόν άστυ των εκλεκτών, προς το οποίον πάντες απέβλεπον και εις το οποίον, ίνα εισέλθη τις έπρεπε να γίνη δεκτός υπό του Πυθαγόρου, ο οποίος ήτο πολύ δύσκολος εις το ζήτημα τούτο. Το μικρόν άστυ των εκλεκτών επεδίωκεν ο ιδρυτής του να γίνη τηλαυγής φάρος, εκ του οποίου θα ελάμβανε το φώς τόσον η Ανατολή όσον και η Δύσις. Αι ακτίνες του Πυθαγορείου φωτός ταχέως ήρχισαν να εισδύουν εις τας πέριξ πόλεις, εις τας οποίας οι Πυθαγόρειοι παρουσιάζουν ισχυράν πολιτικήν δράσιν. Ο Τάρας, η Ηράκλεια, το Μεταποντιον, το Ρήγιον η Ιμέρα και αι λοιπαί μεγάλαι και πλούσιαι Ελληνικαί πόλεις της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας εμιμήθησαν το παράδειγμα της Κρότωνος, είχον την ευτυχίαν να καταυγασθούν υπό του Πυθαγορείου φωτός. Εις όλας τας πόλεις ταύτας ήτο ευεργετική η δράσις του Πυθαγόρου. Έχων την πεποίθησιν ο Πυθαγόρας, ότι σπουδαιότατος παράγων του κοινωνικού βίου είναι η οικογένεια, αντιληφθείς δε, άμα εισελθών εις Κρότωνα, ότι τα ήθη ήσαν έκλυτα, και ο οικογενειακός δεσμός χαλαρός, εις μίαν των πρώτων προς το Συμβούλιον των χιλίων ομιλιών του έθιξε το ζήτημα τούτο και συνέστησε : α) να θεσπισθή νόμος ορίζων ως το μέγιστον των αδικημάτων το διασπάν παίδας και γονείς και β) ίνα μόνον τας εαυτών γυναίκας οι άνδρες γνωρίζωσι, αφήσουν δε το έθιμον των παλλακίδων και αφοσιωθούν εις την οικογένειάν των διότι η ολιγωρία και η κακία αυτών τρέπουν τας γυναίκας προς νόθευσιν του γένους. Η διδασκαλία αύτη του Πυθαγόρου επέδρασε θεραπευτικώς. Από της στιγμής εκείνης το έθιμον των παλλακίδων εθεωρείτο παρανομία και εδιώκετο δια θεσπισθέντος νόμου. Δια των διδασκαλιών του συνετέλεσεν ώστε να συσφιχθούν οι οικογενειακοί δεσμοί, διότι επίστευεν, ότι η οικογένεια είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνίας η ιερά πηγή εκ της όποιας ρέει ή ζωή του μέλλοντος. Κοινωνικόν βίον άνευ οικογενείας δεν ηδύνατο να εννοήση. Παρατηρών δε ότι ήη εν τη κοινωνία υπάρχουσα δυσαρμονία και αδικία έχει τας ρίζας της εις την αλαζονείαν των ανθρώπων, εις την περιφρόνησιν προς τους νόμους, εις την τρυφήν και την αργίαν, εδίδασκεν, ότι πας πολίτης πρέπει να βοηθή τον νόμον και να αντιτίθεται εις πάσαν ανομίαν, να συνηθίζη δε να ζη σωφρόνως, να ερπωθή μακράν την τρυφήν και να έχη ως έμβλημα του την εργασίαν.
Θρησκεία, οικογένεια, πατρίς, δικαιοσύνη, εργασία, φιλία, απλότης βίου, υποταγή του ατόμου εις την κοινότητα, είναι τα ιδανικά με τα όποιοι κατά τον Πυθογάραν, προάγεται έθνος.
Εγκυκλοπεδικό λεξικό «ΗΛΙΟΥ»