Βασικό θέμα
Η Οδύσσεια που αποτελείται από 12.110 στίχους, έναντι των 15.693 στίχων της Ιλιάδας, πραγματεύεται γενικά τον μεταπολεμικό νόστο αναδεικνύοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παλινοστούντες και ειδικότερα τον περιπετειώδη επαναπατρισμό του ήρωα του Τρωικού Πολέμου και βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα καθώς και το φόνο των μνηστήρων, οι οποίοι έχοντας εγκατασταθεί στο παλάτι του διεκδικούσαν μέσω της γυναίκας του Πηνελόπης τη βασιλεία.
Έτσι στην Οδύσσεια ο ηρωισμός δεν είναι εκείνος των πεδίων των μαχών αλλά ο καρτερικός αγώνας επιβίωσης και της επιτυχίας των μετά τον πόλεμο ειρηνικών σκοπών όπως της ανάπτυξης του εμπορίου, της ναυτιλίας και των νέων αποικισμών. Αξιοσημείωτο είναι ότι αν και τα εξιστορούμενα γεγονότα του έπους καλύπτουν βάθος χρόνου μια δεκαετία ο ποιητής του έργου τα έχει εντάξει σε μόλις 41 ημέρες. Παρόμοιο συμβαίνει και στην Ιλιάδα όπου εκεί ο δεκαετής τρωικός πόλεμος εντάχθηκε σε 51 ημέρες
Καταγραφή – διαίρεση
Η Οδύσσεια καταγράφηκε επίσημα στην αρχαία Αθήνα περί τον 6ο αιώνα π.Χ. κατ΄ εντολή του Πεισίστρατου ή του γιου του Ιππάρχου (560 – 510 π.Χ.), προκειμένου οι τότε ραψωδοί να απαγγέλουν αυτή στις γιορτές των Παναθηναίων χωρίς δικές τους παρεμβολές ή παραλλαγές. Ακολούθως χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς σε 24 ραψωδίες, που αριθμήθηκαν με τα μικρά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά ομάδες οι ραψωδίες συναπαρτίζουν:
α) την “Τηλεμάχεια” (α-δ), όπου βλέπουμε το γιο του Οδυσσέα Τηλέμαχο να αναζητά τον πατέρα του,
β) τη “Φαιακίδα“, ή “Νόστο” (ε-ν), όπου ακούμε τον ίδιο τον ήρωα να αφηγείται στους Φαίακες τις προηγούμενες περιπέτειές του και να φτάνει στην Ιθάκη, και
γ) τη “Μνηστηροφονία” (ξ-ω), την περιγραφή της τιμωρίας των μνηστήρων.
Σπουδαιότητα του έργου
Η μεγάλη αξία της Οδύσσειας, όπως και της Ιλιάδας διαφαίνεται από το γεγονός ότι διασώθηκε πλήρως λόγω της μεγάλης διάδοσής της σε αντίθεση με τα κύκλια έπη. Στην αρχαιότητα αποτελούσε το βασικό μάθημα για τα παιδιά με βασικά στοιχεία την ιστορία και τη θρησκεία, όπως ομολογεί και ο Νικήρατος, γιος του στρατηγού Νικία[2], Η δε επίδραση που άσκησε στην αρχαία ελληνική αλλά και ρωμαϊκή λογοτεχνία και τέχνη (γλυπτική, αγγειογραφία, ζωγραφική κ.ά.) υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη, φθάνοντας ακόμα και σήμερα να εμπνέει λογοτέχνες, καλλιτέχνες ακόμα και σκηνοθέτες διαφόρων εθνοτήτων
Στις νεοελληνικές εκφράσεις ως «οδύσσεια» χαρακτηρίζεται μεταφορικά κάθε μεγάλη περιπλάνηση, ταλαιπωρία, ή περιπέτεια.
Περίληψη της Οδύσσειας
Τηλεμάχεια
Ραψωδία α : Θεών αγορά. Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον. Μνηστήρων εὐωχία.
Το έργο αρχίζει με επίκληση του ποιητή στην Μούσα : ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ / πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· (Τον άντρα τον πολυμήχανο τραγούδησε, Μούσα, / που πολύ περιπλανήθηκε, όταν πήρε την ιερή πόλη της Τροίας). Δέκα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κι ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί γύρισαν στις πατρίδες τους, ο Οδυσσέας βρίσκεται στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς, που θέλει να τον κρατήσει για πάντα κοντά της ενώ αυτός θέλει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Οι θεοί συνεδριάζουν στον Όλυμπο, κι επωφελούμενη από την απουσία του Ποσειδώνα, που εχθρεύεται τον ήρωα, η Αθηνά πείθει τον Δία να συναινέσει στην επιστροφή του Οδυσσέα, που του αρκεί να δει να βγαίνει καπνός στην πατρίδα του (καπνὸν ἀποθρῴσκοντα) κι ας πεθάνει (α 58).
Σε εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου, η Αθηνά κατεβαίνει στην Ιθάκη για να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να αναζητήσει τον πατέρα του. Με τη μορφή του Μέντη, ενός πατρικού φίλου, μπαίνει στο παλάτι, όπου οι μνηστήρες γλεντοκοπούν κατασπαταλώντας την περιουσία του Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται φιλόξενα τον ξένο και η Αθηνά προσπαθεί να τον πείσει πως ο πατέρας του ζει. Τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων και να πάει στο βασιλιά της Πύλου, το Νέστορα και στο βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο, για να ρωτήσει για τον Οδυσσέα.
Φεύγοντας, η Αθηνά αποκαλύπτεται και ο Τηλέμαχος αναθαρρεί. Ο αοιδός Φήμιος τραγουδά το γυρισμό των Αχαιών από την Τροία, η Πηνελόπη όμως κατεβαίνει πονεμένη και τον καλεί ν’ αλλάξει τραγούδι. Ο Τηλέμαχος της μιλά με αυστηρότητα και τη στέλνει πίσω στα διαμερίσματά της. Στη συνέχεια στρέφεται με αυτοπεποίθηση προς τους μνηστήρες, τους λέει να φύγουν από το σπίτι του και τους ανακοινώνει ότι θα φέρει το θέμα στη συνέλευση των Ιθακησίων. Ακολουθεί λογομαχία. Καθώς τελειώνει η πρώτη μέρα του ποιητικού χρόνου της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ξαγρυπνά και αναλογίζεται τις υποδείξεις της Αθηνάς.
Ραψωδία β : Ιθακησίων αγορά. Τηλεμάχου Αποδημία
Στη συνέλευση που συγκάλεσε ο Τηλέμαχος ζητά από τους μνηστήρες να φύγουν και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους. Ο επιφανέστερος των μνηστήρων Αντίνοος κατηγορεί την Πηνελόπη ότι αποφεύγει τον γάμο με δόλο : Δήλωσε ότι θα ξαναπαντρευτεί όταν τελειώσει το σάβανο του πεθερού της Λαέρτη αλλά κάθε βράδυ ξηλώνει ό,τι ύφανε την ημέρα. Οι μνηστήρες καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει την μητέρα του απ’ το σπίτι, δέχεται όμως να την ξαναπαντρέψει, αν του δοθεί καράβι να ψάξει για τον πατέρα και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από τον μάντη Αλιθέρση ως σημάδι για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο και τον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κι αν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θα τον σκοτώσουν.
Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα τώρα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να τον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά.
Ραψωδία γ : Τὰ ἐν Πύλῳ.
Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος και η Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην Πύλο όπου ο βασιλιάς Νέστορας τους υποδέχεται φιλόξενα. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα και τα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση. Ο ίδιος μαζί με το Μενέλαο απέπλευσαν βιαστικά για να προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω για να προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, για τον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο για την κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες με τη βοήθεια της Αθηνάς. Με συνοδό το γιο του Νέστορα, Πεισίστρατο, ο Τηλέμαχος αναχωρεί την επόμενη μέρα με άρμα για τη Σπάρτη.
Ραψωδία δ : Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.
Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο να γιορτάζει διπλό γάμο, του γιου και της κόρης του. Ο Μενέλαος, που δεν ξέρει ακόμη ποιον έχει απέναντί του, εξιστορεί τις επί οκτώ χρόνια περιπλανήσεις του μετά την άλωση της Τροίας και αναφέρεται και στα ακόμη μεγαλύτερα παθήματα του Οδυσσέα. Έμαθε για τις περιπέτειές του αλλά αγνοεί τι απέγινε.
Η Ελένη εμφανίζεται και ο Τηλέμαχος αναγνωρίζεται. Όλοι θρηνούν γι΄ αυτούς που έχασαν και η Ελένη ρίχνει στο κρασί το «νηπενθές» για να τους διώξει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα, όταν μπήκε κρυφά στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού ήθελε πια και η ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος με τη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στο Δούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν ν΄ αποκαλυφθούν.
Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο. Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέα κι εκείνος, μεταξύ άλλων, του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, ποθώντας να γυρίσει πίσω στην Ιθάκη. Ύστερα ο Τηλέμαχος επιστρέφει στην Πύλο.
Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα και το γιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει με τη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.
Νόστος
Ραψωδία ε : Ὀδυσσέως σχεδία.
Το πρωί της 7ης μέρας, στη συνέλευση των Θεών, η Αθηνά επενέρχεται στο θέμα του Οδυσσέα και αναφέρει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα και ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες ταλαιπωρημένος πάνω σε σχεδία, χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων, με πλούσια όμως δώρα από τους Φαίακες.
Η Καλυψώ κατηγορεί τους θεούς ότι τη φθονούν, που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα για να τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία. Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται ο Οδυσσέας στο ποίημα. Κλαίει όπως κάθε μέρα στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος (νόστον ὀδυρομένῳ, ε 153), όταν η θεά του ανακοινώνει τα καλά νέα. O Οδυσσέας τη βάζει να ορκιστεί ότι δεν έχει κακό σκοπό και, παρά την προειδοποίησή της ότι θα υποστεί κι άλλες ταλαιπωρίες, μένει αμετάπειστος. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.
Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σε μια σανίδα. Η θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.
Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται βαθιά κρυμμένος στους θάμνους.
Ραψωδία ζ : Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.
Όσο ο Οδυσσέας κοιμάται, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της. Της θυμίζει πως βρίσκεται σε ηλικία γάμου και την προτρέπει να κατέβει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Το άλλο πρωί (32η μέρα) η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της αμάξι και με τις φίλες της κατεβαίνουν στο ποτάμι. Αφού πλύνουν τα ρούχα, λούζονται, γευματίζουν και παίζουν με το τόπι φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Ο Οδυσσέας ξυπνά σαστισμένος και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Αποφασίζει να βγει από τους θάμνους κρύβοντας όπως-όπως τη γύμνια του. Τα κορίτσια σκορπίζονται τρομαγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, που την εμψυχώνει η Αθηνά. Κρατώντας απόσταση ο Οδυσσέας επαινεί την ομορφιά της κόρης και της εύχεται έναν ευτυχισμένο γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή του και την εκλιπαρεί να του δείξει το δρόμο για την πόλη και να του δώσει ένα κουρέλι να σκεπαστεί. Η Ναυσικά αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβει η εξαθλίωμένη όψη του και τον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος σ’ αυτή τη χώρα. Φωνάζει στις φίλες της να μη φοβούνται και να περιποιηθούν τον ξένο.
Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται παράμερα και η Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Θαμπωμένη η Ναυσικά, εύχεται να ’ναι τέτοιος και ο άντρας που θα την παντρευτεί. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, για να μην κακοχαρακτηριστεί όμως, του δίνει οδηγίες να την ακολουθήσει ως το άλσος της Αθηνάς, έξω από την πόλη. Αφού μείνει λίγο εκεί μέχρι να γυρίσει η ίδια στο σπίτι, να ζητήσει να του δείξουν το παλάτι του Αλκίνοου και εκεί να πέσει ικέτης στα γόνατα της βασίλισσας. Η Ναυσικά ξεκινά, οι φίλες της κι ο Οδυσσέας ακολουθούν. Το σούρουπο φτάνουν στο άλσος και ο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά να τον καλοδεχτούν οι Φαίακες.
Ραψωδία η : Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.
Η Ναυσικά φτάνει στο παλάτι και ο Οδυσσέας ξεκινά από το άλσος για την πόλη. Η Αθηνά εμφανίζεται στο δρόμο του με τη μορφή νεαρού κοριτσιού και του δείχνει το δρόμο καλύπτοντάς τον με ομίχλη για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ντόπιους. Του μιλά για τους Φαίακες και τη βασίλισσα Αρήτη και τον συμβουλεύει να απευθυνθεί πρώτα σ’ εκείνη την…
Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και μένει έκθαμβος: χρυσάφι, ασήμι και χαλκός παντού, υφαντά, πλήθος δούλοι κι ένα παραδεισένιο περιβόλι. Μέσα τρώνε και πίνουν οι άρχοντες των Φαιάκων. Πλησιάζει την Αρήτη και τότε εξαφανίζεται η ομίχλη που τον σκέπαζε. Σαστισμένοι οι θαμώνες βλέπουν τον ξένο να πέφτει ικέτης στα πόδια της βασίλισσας παρακαλώντας να τον στείλουν στην πατρίδα του. Μετά την πρώτη αμηχανία, ο Αλκίνοος προσφέρει τη φιλοξενία του και καλεί τους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα, μήπως και είναι κάποιος θεός. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει πως δεν είναι θεός και επαναλαμβάνει την παράκλησή του.
Οι υπόλοιποι Φαίακες φεύγουν. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι και πώς έφτασε εκεί. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη παραμονή του στην Καλυψώ, το πολυτάραχο ταξίδι του ως στη Σχερία και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητά του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται να τον κάνει γαμπρό του. Υπόσχεται όμως πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν στην πατρίδα του, αν εκείνος το προτιμά…
Ραψωδία θ : Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.
Το επόμενο πρωί (33η μέρα της Οδύσσειας) συγκεντρώνονται οι άρχοντες των Φαιάκων στη συνέλευση και ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον ξένο του, ζητά να ετοιμαστεί καράβι και τους καλεί όλους για το τραπέζι της υποδοχής στο παλάτι. Το παλάτι γεμίζει κόσμο και ο αοιδός Δημόδοκος καταφθάνει. Μετά το φαγητό τραγουδά για μια φιλονικία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας, που ακούει χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, συγκινείται, αλλά κρύβει τα δάκρυά του. Για να διασκεδάσει τη θλίψη του ο Αλκίνοος καλεί τα παλληκάρια των Φαιάκων σε αθλητικούς αγώνες.
Όλοι κατεβαίνουν πάλι στην αγορά και οι νέοι διαγωνίζονται στα αθλήματα. Στο τέλος καλούν και τον Οδυσσέα να αγωνιστεί, καθώς φαίνεται ακόμα νέος και δυνατός. Ο Οδυσσέας αρνείται αρχικά, όταν όμως ο Ευρύαλος τον προκαλεί εριστικά, θυμώνει, πιάνει το βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους άλλους. Στρέφεται στους άφωνους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος απαντά εκθειάζοντας τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα, το γλέντι και την καλοπέραση.
Η ένταση χαλαρώνει κι αρχίζει ο χορός. Ο Δημόδοκος τραγουδά τους έρωτες του Άρη και της Αφροδίτης και την επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους από τον απατημένο σύζυγο, τον Ήφαιστο : Αόρατα χρυσά δεσμά είχε βάλει στο συζυγικό του κρεβάτι κι όταν παγιδεύτηκαν οι παράνομοι εραστές, κάλεσε τους υπόλοιπους θεούς ως μάρτυρες του παθήματός του. Μόνο αποτέλεσμα όμως ήταν τ’ ασυγκράτητα γέλια των θεών (ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι, θ 326). Ο Αλκίνοος διαισθάνεται πια πως ο ξένος δεν είναι κάποιος τυχαίος και προτείνει στους άρχοντες των Φαιάκων να του χαρίσουν πολύτιμα δώρα. Ο Ευρύαλος χαρίζει το ξίφος του και συμφιλιώνεται με τον ξένο.
Το σούρουπο καταφθάνουν τα δώρα των υπόλοιπων αρχόντων και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι. Μετά το λουτρό ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, που τον θαυμάζει και της υπόσχεται να την τιμά σαν θεά, όταν φτάσει του γυρισμού η μέρα (νόστιμον ἦμαρ, θ 466). Το γλέντι αρχίζει και ο Δημόδοκος πιάνει τη λύρα. Ο Οδυσσέας τον επαινεί και του ζητά να τραγουδήσει για το Δούρειο Ίππο. Για δεύτερη φορά ακούει να υμνούν τα κατορθώματά του στην Τροία και πνίγεται στο κλάμα. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον αοιδό και αρχίζει τις ερωτήσεις: ποιος είναι, σε ποια πατρίδα να τον οδηγήσει το καράβι των Φαιάκων, σε ποιες χώρες περιπλανήθηκε; Κι ακόμα, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει για την Τροία;
Ραψωδία ι : Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια.
Οι ραψωδίες ι-μ είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά ο Οδυσσέας στους Φαίακες. Αποκαλύπτει ποιος είναι και εξιστορεί τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειές του. Από το Ίλιο ο άνεμος έφερε τα πλοία του Οδυσσέα στους Κίκονες, συμμάχους των Τρώων. Κατέστρεψε και λεηλάτησε την πόλη τους, αλλά οι σύντροφοί του, μεθυσμένοι από κρασί κι από αίμα, δεν ήθελαν να τον ακούσουν και να φύγουν από εκεί. Οι Κίκονες αντεπετέθηκαν κι ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να μπει στα πλοία με απώλειες. Θυελλώδεις άνεμοι τους έσπρωξαν στη γη των Λωτοφάγων. Τρεις άντρες του γεύτηκαν τον λωτό που τους έδωσαν οι ντόπιοι, ξέχασαν την πατρίδα τους και ήθελαν να μείνουν εκεί. Τους πήρε διά της βίας και έκαναν βιαστικά πανιά. Ύστερα έφτασαν στη χώρα των Κυκλώπων όπου το ανήσυχο πνεύμα του Οδυσσέα τον έβαλε σε νέες περιπέτειες. Θέλοντας να μάθει τί είδους όντα κατοικούσαν αυτή την χώρα, μπήκε στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου που του καταβρόχθισε έξι συντρόφους. Τελικά με τεχνάσματα, μεθώντας, τυφλώνοντας κι εξαπατώντας τον Κύκλωπα, μπόρεσε να διαφύγει.
Ραψωδία κ : Τὰ περὶ Αἰόλου καὶ Λαιστρυγόνων καὶ Κίρκης.
Ήρθαν μετά στο νησί του Αιόλου, του θεού των ανέμων. Αυτός τους καλοδέχτηκε κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, έκλεισε μέσα σ’ ένα ασκό όλους τους ανέμους και τον έδωσε στον Οδυσσέα. Ελεύθερο άφησε μόνο τον Ζέφυρο, τον δυτικό άνεμο, που θα τους πήγαινε στην πατρίδα. Αλλά η απληστία των συντρόφων του που νόμισαν ότι ο Αίολος του είχε δώσει θησαυρούς, στάθηκε η καταστροφή τους. Ενώ φαινόταν πια η Ιθάκη, άνοιξαν τον ασκό και οι άνεμοι εξαπολύθηκαν. Τους έφεραν στην χώρα των γιγαντιαίων ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων, όπου ο Οδυσσέας έχασε όλα του τα πλοία αύτανδρα, εκτός από το δικό του. Ύστερα ήρθαν στην Αία, στο νησί της μάγισσας Κίρκης που μεταμόρφωσε τους συντρόφους του σε χοίρους. Αλλά ο Οδυσσέας, με την βοήθεια του Ερμή, εξουδετέρωσε τα μάγια της θεάς που είχαν στόχο τον ίδιο, έγινε εραστής της και την έπεισε ν’ αποδώσει την ανθρώπινη μορφή στους συντρόφους του. Έμειναν εκεί ένα χρόνο.
Ραψωδία λ : Νέκυια.
Καθ’ υπόδειξιν της Κίρκης ο Οδυσσέας πηγαίνει στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι. Ακολουθώντας τις οδηγίες της θεάς, καλεί τις ψυχές των νεκρών. Ο μάντης Τειρεσίας του αποκαλύπτει ότι ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος μαζί του γιατί τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο, αλλά προλέγει ότι θα σωθεί τελικά, θα τιμωρήσει τους μνηστήρες και θα έχει ήσυχο τέλος σε βαθιά γεράματα. Επίσης προφητεύει και κάποιες άλλες περιπέτειες του Οδυσσέα, μετά την μνηστηροφονία. Οι σύντροφοι που του απέμειναν θα σωθούν κι αυτοί, αν δεν πειράξουν τις αγελάδες του Ήλιου που θα βρουν στο δρόμο τους. Ύστερα εμφανίζεται η ψυχή της μητέρας του, που δεν ήξερε ότι πέθανε, η Αλκμήνη, η Ιοκάστη, η Φαίδρα και η Αριάδνη. Έρχονται μετά οι ψυχές των ανδρών. Ο Αγαμέμνων διεκτραγωδεί το οικτρό του τέλος κι ο Αχιλλέας του λέει ότι θα προτιμούσε να είναι δούλος του πιο φτωχού ανθρώπου, αλλά ζωντανός, παρά βασιλιάς στον Άδη. Εμφανίζονται επίσης οι ψυχές του Μίνωα, του Τάνταλου, του Σίσυφου, του Ηρακλή και άλλων.
Ραψωδία μ : Σειρῆνες. Σκύλλα. Χάρυβδις. Βόες Ἡλίου.
Επιστρέφοντας από τον Κάτω Κόσμο ο Οδυσσέας περνά πάλι από το νησί της Κίρκης, όπου η μάγισσα του δίνει συμβουλές για ν’ αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει στον δρόμο του. Το πλοίο περνά από το νησί των Σειρήνων και, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, ο Οδυσσέας βουλώνει με κερί τ’ αυτιά των συντρόφων που τον δένουν σφιχτά στο κατάρτι κι ακούει το μαγευτικό τραγούδι τους χωρίς να υποστεί το τραγικό τέλος όσων το είχαν ακούσει. Ύστερα πέρασαν από το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, όπου τα έξι κεφάλια του φοβερού τέρατος, της Σκύλλας, άρπαξαν έξι συντρόφους του Οδυσσέα. Τέλος έφτασαν στο νησί του Ήλιου. Ο Οδυσσέας επανέλαβε στους συντρόφους την προειδοποίηση του Τειρεσία και της Κίρκης να μην πειράξουν τα βόδια του Ήλιου, αλλά οι άνεμοι ήταν ενάντιοι, οι προμήθειες τελείωσαν και οι άντρες άρχισαν να πεινούν. Τελικά έσφαξαν κι έφαγαν κάποιες από τις αγελάδες, την ώρα που ο Οδυσσέας κοιμόταν. Ο Ήλιος παραπονέθηκε στον Δία και αυτός, μόλις έφυγαν από το νησί, σήκωσε θύελλα τρομερή και χτύπησε με κεραυνό το πλοίο. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα χάθηκαν και αυτός έφτασε ύστερα από εννιά μέρες, άθλιος ναυαγός, στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς.
Ραψωδία ν : Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.
Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Οδυσσέα. Οι Φαίακες τον κατευοδώνουν με πλούσια δώρα και τον φέρνουν με το πλοίο τους στην Ιθάκη. Κατά την επιστροφή τους, ο οργισμένος Ποσειδώνας μεταμορφώνει το πλοίο σε βράχο. Η Αθηνά έρχεται και καθοδηγεί τον Οδυσσέα. Του λέει να πάει να συναντήσει τον χοιροβοσκό του, τον Εύμαιο, και τον μεταμορφώνει σε ελεεινό γέρο ζητιάνο.
Μνηστηροφονία
Ραψωδία ξ : Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.
Ο Οδυσσέας έρχεται στον Εύμαιο που τον φιλοξενεί εγκάρδια και θρηνεί για τον αφέντη του που χάθηκε πια και για τις προσβολές του οίκου του από τους μνηστήρες. Ο ζητιάνος-Οδυσσέας του λέει πως είναι Κρητικός και διηγείται φανταστικές του περιπέτειες, καταλήγοντας ότι ο Οδυσσέας έρχεται πίσω του. Ο Εύμαιος δεν πείθεται, αλλά ο Οδυσσέας βεβαιώνεται για την αφοσίωσή του.
Ραψωδία ο : Τηλεμάχου πρὸς Εὔμαιον ἄφιξις.
Η Αθηνά παρουσιάζεται στον Τηλέμαχο που είναι ακόμη στην Σπάρτη, τον παρακινεί να επιστρέψει στην Ιθάκη και τον συμβουλεύει πώς ν’ αποφύγει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Tηλέμαχος φεύγει με πλούσια δώρα του Μενέλαου και της Ελένης και, πριν μπει στην πόλη της Πύλου, επιβιβάζεται στο πλοίο του και ξεκινά. Μαζί του παίρνει και τον μάντη Θεοκλύμενο, φυγάδα από το Άργος για φόνο που έκανε εκεί. Στην Ιθάκη ο ζητιάνος-Οδυσσέας προσποιείται ότι θέλει να ξεκινήσει αμέσως για το παλάτι αλλά ο Εύμαιος τον συμβουλεύει να περιμένει τον Τηλέμαχο. Μιλά ύστερα για την άθλια ζωή του πατέρα του Οδυσσέα Λαέρτη, για τον θάνατο της μητέρας του από μαρασμό και διηγείται και την δική του θλιβερή ιστορία. Τέλος, φτάνει ο Τηλέμαχος.
Ραψωδία π : Τηλεμάχου ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως.
Ο Εύμαιος φεύγει για ν’ αναγγείλει στην Πηνελόπη την επιστροφή του Τηλέμαχου και η Αθηνά ξαναδίνει στον Οδυσσέα την πραγματική του μορφή. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του, και καταστρώνουν οι δυο τους σχέδια για την εξόντωση των μνηστήρων. Αυτοί από την μεριά τους ετοιμάζουν δικά τους σχέδια για τον θάνατο του Τηλέμαχου που ξέφυγε από την ενέδρα τους. Η Πηνελόπη τα μαθαίνει και τους κατηγορεί κι αυτοί την καθησυχάζουν με απατηλές υποσχέσεις.
Ραψωδία ρ : Τηλεμάχου ἐπάνοδος πρὸς Ἰθάκην.
Ο Τηλέμαχος επιστρέφει στο παλάτι όπου τον υποδέχονται η Πηνελόπη και η τροφός Ευρύκλεια. Διηγείται το ταξίδι του και λέει ότι ο Οδυσσέας είναι ακόμη στο νησί της Καλυψώς. Ο Θεοκλύμενος όμως που έχει έρθει μαζί του προφητεύει ότι ο Οδυσσέας έχει φτάσει και ετοιμάζει όλεθρο για τους μνηστήρες. Ο Εύμαιος και ο ζητιάνος-Οδυσσέας φτάνουν στο παλάτι, όπου ο τελευταίος αναγνωρίζεται από τον γερασμένο σκύλο του Άργο που αμέσως μετά αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Οδυσσέας μπαίνει στην αίθουσα του συμποσίου και με προτροπή του Αντίνοου ζητιανεύει από τους μνηστήρες αλλά ο Αντίνοος τον βρίζει και τον χτυπά. Η Πηνελόπη αγανακτεί με τη συμπεριφορά αυτή και, μαθαίνοντας από τον Εύμαιο ότι ο ξένος είναι ταξιδεμένος και ξέρει για τον Οδυσσέα, ζητά να του μιλήσει. Ο Οδυσσέας φροντίζει ν’ αναβληθεί η συνάντηση για το βράδυ.
Ραψωδία σ : Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.
Εμφανίζεται και άλλος ζητιάνος, ο Ίρος. Αγανακτεί με τον Οδυσσέα που ζητιανεύει στα μέρη του και τον προκαλεί. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να τον αποφύγει, αλλά ο Αντίνοος τους παρακινεί να πυγμαχήσουν και αθλοθετεί μάλιστα μόνιμη διατροφή για τον νικητή. Χτυπιούνται και νικά ο Οδυσσέας. Η Πηνελόπη δίνει ελπίδες στους μνηστήρες και τους αποσπά δώρα. Η δούλα της Μελάνθη κι ο εραστής της τελευταίας, ο μνηστήρας Ευρύμαχος, κακομεταχειρίζονται τον Οδυσσέα.
Ραψωδία τ : Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Τὰ νίπτρα.
Ο Τηλέμαχος με διάφορες προφάσεις απομακρύνει τα όπλα από την μεγάλη αίθουσα και ύστερα αποσύρεται. Η Μελάνθη αποπαίρνει και πάλι τον Οδυσσέα, αλλά η Πηνελόπη την επιπλήττει και αρχίζει να συζητά με τον «ξένο». Του λέει για το τέχνασμα με τον πέπλο, αλλά δηλώνει πως δεν αντέχει πια στις πιέσεις των μνηστήρων και των γονέων της και θα πρέπει να ξαναπαντρευτεί. Ο Οδυσσέας μιλά για τον εαυτό του και της λέει μισές αλήθειες. Στα πλαίσια της φιλοξενίας της Πηνελόπης, η γριά τροφός του Οδυσσέα Ευρύκλεια του πλένει τα πόδια, αλλά βλέπει την παλιά πληγή από δόντια κάπρου που είχε και τον αναγνωρίζει. Ο Οδυσσέας της επιβάλλει σιωπή και συνεχίζει την συζήτηση με την Πηνελόπη. Αυτή του λέει ότι θα πάρει άντρα της αυτόν που θα μπορέσει να τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα και να διαπεράσει με το βέλος τις εγκοπές των λεπίδων δώδεκα πελέκεων, πράγμα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να κάνει.
Ραψωδία υ : Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.
Ο Οδυσσέας αγρυπνά μελετώντας τον όλεθρο των μνηστήρων και των γυναικών του παλατιού του που συνήψαν σχέσεις μαζί τους, μέχρι που η Αθηνά «χύνει ύπνο στα ματόφυλλά του». Αλλά ούτε η Πηνελόπη μπορεί να κοιμηθεί. Το πρωί έρχονται βοσκοί του Οδυσσέα που τον περιγελούν, αλλά αυτός βεβαιώνεται για την αφοσίωση ενός ακόμη από τους ανθρώπους του, του Φιλοίτιου. Οι μνηστήρες εν τω μεταξύ, προετοιμάζοντας τον χαμό του Τηλέμαχου, περιγελούν τον Οδυσσέα, καθώς και τον Θεοκλύμενο που προφητεύει τον χαμό τους.
Ραψωδία φ : Τόξου θέσις.
Η Πηνελόπη φέρνει το τόξο και την φαρέτρα με τα βέλη, και καλεί τους μνηστήρες να διαγωνιστούν. Όποιος τεντώσει το τόξο και διαπεράσει με το βέλος τους δώδεκα πελέκεις, θα την κάνει γυναίκα του. Ο Τηλέμαχος επιχειρεί πρώτος για να φανεί άξιος γιος του πατέρα του. Τα καταφέρνει σχεδόν, αλλά ο Οδυσσέας του κάνει νόημα κι εγκαταλείπει την προσπάθεια. Οι μνηστήρες αρχίζουν να δοκιμάζουν χωρίς επιτυχία κι ο Οδυσσέας παίρνει παράμερα τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, αποκαλύπτεται και τους δίνει οδηγίες για την παγίδευση των μνηστήρων. Ο Οδυσσέας ξαναμπαίνει στην αίθουσα, όπου εν τω μεταξύ έχουν αποτύχει όλοι οι μνηστήρες, και ζητά να δοκιμάσει κι αυτός. Ο Αντίνοος αποκρούει το αίτημα περιφρονητικά, αλλά η Πηνελόπη δέχεται, μια και το μόνο που μπορεί να κερδίσει ο ξένος είναι πλούσια δώρα. Ο Τηλέμαχος επεμβαίνει, διώχνει την μητέρα του από την αίθουσα κι επιμένει να δοκιμάσει κι ο ξένος. Ο Εύμαιος δίνει το τόξο στον Οδυσσέα και παραγγέλει στην Ευρύκλεια να κλείσει καλά όλες τις πόρτες. Ο Οδυσσέας τεντώνει εύκολα το τόξο, οι μνηστήρες χλωμιάζουν κι ο Δίας στέλνει βροντή, θεϊκό σημάδι. Το βέλος του Οδυσσέα διαπερνά τους πελέκεις κι ο Τηλέμαχος έρχεται δίπλα του ζωσμένος τα όπλα του.
Ραψωδία χ : Μνηστηροφονία.
Ο Οδυσσέας πετά τα κουρέλια του, παίρνει άλλο βέλος και σκοτώνει τον Αντίνοο. Λέει στους μνηστήρες ποιος είναι και ότι τώρα θα πληρώσουν για όλα. Ο Ευρύμαχος προτείνει αποζημίωση, ο Οδυσσέας αρνείται και οι μνηστήρες αποφασίζουν ν’ αντισταθούν έστω και με τα κοντομάχαιρά τους. Ο Οδυσσέας τοξεύει και τον Ευρύμαχο κι ο Τηλέμαχος σκοτώνει τον Αμφίνομο. Όσο είχε βέλη ο Οδυσσέας σκότωνε μνηστήρες και ύστερα φόρεσαν πανοπλίες, αυτός, ο Τηλέμαχος, ο Εύμαιος κι ο Φιλοίτιος. Αλλά και οι μνηστήρες οπλίζονται, με προδοσία ενός άλλου βοσκού του Οδυσσέα. Αρχίζει η φονική σύγκρουση και τελικά, με την απαραίτητη βοήθεια της Αθηνάς, οι μνηστήρες εξολοθρεύονται όλοι. Με θάνατο τιμωρούνται επίσης οι δούλες που είχαν σχέσεις με τους μνηστήρες και ο βοσκός που πρόδωσε. Ύστερα ο Οδυσσέας έκανε καθαρμό με θειάφι για το φοβερό φονικό.
Ραψωδία ψ : Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς.
Η Ευρύκλεια φέρνει στην Πηνελόπη την είδηση για την επιστροφή του Οδυσσέα και τον φόνο των μνηστήρων αλλά αυτή δεν μπορεί να την πιστέψει : «Κάποιος θεός τους σκότωσε για τα άνομά τους έργα». Ο Οδυσσέας διατάζει να μην μαθευτεί ακόμη ο φόνος των μνηστήρων στην πόλη και καταστρώνει σχέδια για την άμυνα έναντι των συγγενών τους. Όταν οι δύο σύζυγοι συναντιούνται τελικά, ο ζητιάνος έχει πάλι το παράστημα και την ομορφιά του Οδυσσέα αλλά η Πηνελόπη διστάζει ακόμη και επιχειρεί να του στήσει μια μικρή παγίδα. Προστάζει την Ευρύκλεια να στρώσει στον Οδυσσέα να κοιμηθεί στο νυφικό κρεβάτι που βρίσκεται -δήθεν- έξω από την κρεβατοκάμαρα. Ο Οδυσσέας αγανακτεί : Ποιος ήταν αυτός που μετακίνησε το κρεβάτι του, αλλά και πώς μπόρεσε, που αυτός ο ίδιος το έκανε αμετακίνητο και το στόλισε με χρυσάφι, φίλντισι κι ασήμι ; Μετά από αυτές τις λεπτομέρειες η Πηνελόπη πείθεται επί τέλους κι αγκαλιάζονται κλαίγοντας. Η νύχτα -που η Αθηνά φροντίζει να την επιμηκύνει- περνά με έρωτα και διηγήσεις των παθημάτων τους. Ύστερα ο Οδυσσέας πηγαίνει στην εξοχή για να συναντήσει τον πατέρα του Λαέρτη.
Ραψωδία ω : Νέκυια δευτέρα. Σπονδαὶ.
Οι ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων φτάνουν στον Άδη κι εκεί διηγούνται το τι συνέβη στους νεκρούς φίλους του Οδυσσέα, Αχιλλέα, Αγαμέμνονα, Αίαντα. Ο Αγαμέμνων βέβαια κάνει την σύγκριση Πηνελόπης και Κλυταιμνήστρας. Ο Οδυσσέας πηγαίνει στον υπέργηρο πατέρα του Λαέρτη που είχε αποσυρθεί σ’ ένα κτήμα. Αρχικά παρουσιάζεται σαν ξένος, αλλά τελικά φανερώνει ποιος είναι. Όταν η είδηση της σφαγής των μνηστήρων διαδίδεται στην πόλη, οι συγγενείς τους οπλίζονται κι επιτίθενται στον Οδυσσέα και στους δικούς του. Με παρέμβαση της Αθηνάς η επίθεση αποκρο