Ο Ιωάννης Ιταλός (περ.1025–περ.1082) ήταν από τους πιο πρωτότυπους στοχαστές του Βυζαντίου. Μαθητής του Ψελλού και επηρεασμένος από τη νεοπλατωνική παράδοση, καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας, επειδή αναθεματίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τις φιλοσοφικές του απόψεις και για τη συστηματική χρήση λογικής ανάλυσης στη διευκρίνηση θεολογικών ζητημάτων.
Ο Ιωάννης Ιταλός γεννήθηκε στην Κάτω Ιταλία γύρω στα 1025. Το 1049 ήρθε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον πατέρα του, που ήταν Νορμανδός και είχε προσληφθεί ως μισθοφόρος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055). Δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευσή του στην Ιταλία, αλλά μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη γνωρίζουμε ότι έγινε μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού .
Το 1055 διαδέχθηκε τον Ψελλό στο αποκαλούμενο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ως ‘ύπατος των φιλοσόφων’ και δίδαξε όλους τους κλάδους της φιλοσοφίας. Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Ζ’ (1071-1078) και ο αδελφός του Ανδρόνικος Δούκας ήταν μαθητές του, όπως επίσης και ο Ευστράτιος Νικαίας και ίσως ο Θεόδωρος Σμυρναίος.
Το 1076/77 δικάστηκε με την κατηγορία ότι η διδασκαλία του αντέβαινε στο χριστιανικό δόγμα, αλλά ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Ζ’ επενέβη και αθωώθηκε. Το 1082, όμως, ξαναδικάστηκε και αυτή τη φορά κρίθηκε ένοχος και αναθεματίστηκε. Η ημερομηνία του θανάτου του δεν είναι γνωστή.
Από τα έργα του σώζονται τα σχόλιά του στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο βιβλίο των Τοπικών του Αριστοτέλη , και δύο μικρές πραγματείες για τη διαλεκτική και την αριστοτελική λογική, μαζί με μια πολύ σύντομη σύνοψη της ρητορικής. Τέλος, το έργο του Απορίαι και Λύσεις (γνωστό ως Quaestiones quodlibetales) αποτελεί μια συλλογή από ενενήντα τρεις απαντήσεις σε φιλοσοφικά ερωτήματα που του είχαν θέσει μαθητές του.
Ο τρόπος γραφής του Ιταλού στα φιλοσοφικά του κείμενα δεν ήταν κομψός, αλλά τα μαθήματά του προσέλκυαν πλήθη μαθητών και ο ίδιος ήταν φημισμένος για τη σαφήνεια της σκέψης του και την προσεκτική κατασκευή λογικών επιχειρημάτων.
Μάλιστα, οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν ως τον καλύτερο δάσκαλο και ερμηνευτή της αριστοτελικής λογικής. Αλλά και η πλατωνική επίδραση στη σκέψη του γίνεται εμφανής από την ορθολογική στάση με την οποία προσεγγίζει χριστιανικά δόγματα που η Ορθόδοξη Εκκλησία έκρινε ως αλήθειες στις οποίες οι Χριστιανοί θα πρέπει απλώς να πιστεύουν καθώς βρίσκονται πέρα από κάθε δυνατότητα λογικής κατανόησής τους.
Ο Ιταλός αμφισβήτησε την κυριαρχία της θεολογίας και ακολούθησε την πλατωνική και αριστοτελική θεώρηση της φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία η θεολογία είναι απλώς μέρος της, και ειδικότερα το μέρος της φιλοσοφίας που αναζητά τις πρώτες αρχές και αιτίες των πάντων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι αυτή η προσπάθεια του Ιταλού να αναπτύξει μια φιλοσοφική θεολογία κρίθηκε ως αλαζονική και οδήγησε, μαζί με άλλα επιπρόσθετα πολιτικά αίτια, στη δίκη και τον αναθεματισμό του.
Πιο συγκεκριμένα, τα έντεκα σημεία που προστέθηκαν στο Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ως κατηγορίες για τον αναθεματισμό του Ιταλού ήταν τα ακόλουθα:
(1) Η χρήση λογικών επιχειρημάτων σε θεολογικά ζητήματα, όπως η ενσάρκωση του Χριστού ή η σχέση ανάμεσα στις δύο φύσεις του.
(2) Η εισαγωγή της φυσικής φιλοσοφίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
(3) Η αποδοχή της μετεμψύχωσης και η άρνηση της χριστιανικής εσχατολογίας.
(4) Η άποψη ότι η ύλη και το είδος δεν έχουν χρονική αρχή και τέλος.
(5) Η προτίμηση στους αρχαίους φιλοσόφους και όχι στους αγίους της χριστιανοσύνης.
(6) Η καχυποψία απέναντι στα θαύματα.
(7) Η μελέτη της αρχαίας φιλοσοφίας όχι μόνο για λόγους εκπαιδευτικούς, αλλά ως θησαυρού αληθειών στις οποίες θα πρέπει τελικά να αναχθούν όλες οι άλλες δοξασίες.
(8) Η απόρριψη της δημιουργίας του κόσμου ex nihilo και ο ενστερνισμός των πλατωνικών Ιδεών.
(9) Η απόρριψη της πίστης στην ανάσταση των σωμάτων. (10) Η διδασκαλία για την προΰπαρξη της ψυχής και η απόρριψη της ex nihilo δημιουργίας της και της αιώνιας μετά θάνατον τιμωρίας της. (11) Η υιοθέτηση ειδωλολατρικών δοξασιών.
Οι απόψεις του Ιταλού για τα καθόλου (δηλ. τις γενικές έννοιες) είναι επίσης επηρεασμένες από τη νεοπλατωνική παράδοση. Όπως και άλλοι Βυζαντινοί φιλόσοφοι, ο Ιταλός υποστήριξε τη νεοπλατωνική θεωρία για τα τρία είδη των καθόλου, σύμφωνα με την οποία τα καθόλου είναι:
(1) “πρὸ τῶν πολλῶν”, δηλαδή υφίστανται στον νου του Δημιουργού πριν από τις πολλές ατομικές οντότητες,
(2) “ἐν τοῖς πολλοῖς”, δηλαδή υφίστανται μέσα στις ατομικές οντότητες, και τέλος
(3) “ἐπὶ τοῖς πολλοῖς”, δηλαδή υφίστανται ως έννοιες που σχηματίζει ο ανθρώπινος νους με αφαίρεση των κοινών χαρακτηριστικών των ατομικών οντοτήτων. Ο Joannou θεωρεί τον Ιταλό νομιναλιστή, επειδή κατά τη γνώμη του υποστήριξε ότι τα καθόλου δεν αποτελούν υπαρκτές οντότητες αλλά κατασκευές του ανθρώπινου νου.
Από την άλλη μεριά, ο Μπενάκης χαρακτηρίζει τη στάση του Ιταλού στο ζήτημα των καθόλου “εννοιολογικό ή μετριοπαθή ρεαλισμό”, και τονίζει ότι αυτή η στάση δεν έχει τίποτε το κοινό με τη νομιναλιστική θέση για τα καθόλου που βρίσκουμε στον Δυτικό Μεσαίωνα.
Γιατί ακόμη και το τρίτο είδος καθόλου, τα καθόλου “ἐπἱ τοῖς πολλοῖς”, κατά τη γνώμη του δεν ταυτίζονται με τα universalia post res των μεσαιωνικών φιλοσόφων, αφού αποτελούν υπαρκτές οντότητες, παρότι είναι a posteriori.
Πράγματι, υπάρχουν σημεία στο έργο του Ιταλού Ἀπορίαι καἱ Λύσεις που σαφώς υποστηρίζουν ότι τα καθόλου είναι οντότητες. Συχνά συναντούμε τη διάκριση (κοινότοπη στην πλατωνική παράδοση από τον Πλωτίνο έως και τον Σιμπλίκιο, αλλά μάλλον προερχόμενη από προηγούμενους φιλοσόφους) ανάμεσα σε κάτι που υφίσταται αντικειμενικά και σε κάτι που είναι απλό κατασκεύασμα του νου και, σύμφωνα με τον Ιταλό, δεν αποτελεί οντότητα (ἀνυπόστατον). Ό,τι όμως υφίσταται μπορεί είτε να υφίσταται καθεαυτό (ὑπόστασις) είτε να υφίσταται σε κάτι άλλο (ἐνυπόστατον).
Οι καθεαυτό υποστάσεις είναι ατομικές οντότητες και στην πλειονότητά τους σώματα, ενώ ό,τι υφίσταται σε κάτι άλλο είναι έννοιες και κατηγορήματα που ανήκουν σε πολλές οντότητες. Ο Ιταλός διαχώρισε τις δύο αυτές κατηγορίες οντοτήτων από τα συνήθη παραδείγματα πραγμάτων που δεν υφίστανται, όπως ο τραγέλαφος και ο κένταυρος, τα οποία κατά την άποψή του είναι προϊόντα της φαντασίας μας.
Με άλλα λόγια, ο Ιταλός υποστήριξε ότι οι αισθητές οντότητες και ο Θεός, όπως επίσης και οι ιδέες του Θεού, δηλαδή τα καθόλου πρὸ τῶν πολλῶν, είναι καθεαυτό υποστάσεις, ενώ τα άλλα δύο είδη των καθόλου, τα καθόλου ἐν τοῖς πολλοῖς και ἐπὶ τοῖς πολλοῖς, είναι οντότητες με μια ειδική έννοια, αφού δεν είναι απλά κατασκευάσματα του νου αλλά υφίστανται σε κάτι άλλο.
Για τον λόγο αυτό, θα ήταν ίσως παραπλανητικό να χαρακτηρίζαμε τον Ιταλό νομιναλιστή, αφού δεν ισχυρίζεται ότι τα καθόλου ἐν τοῖς πολλοῖς και ἐπὶ τοῖς πολλοῖς είναι απλές εκφράσεις, αλλά θα ήταν εξίσου παραπλανητικό να τον χαρακτηρίζαμε και ρεαλιστή, αφού δεν θεωρεί αυτά τα καθόλου ως καθεαυτό υποστάσεις.