Σίσυφος – Τάνταλος – Ιξίονας: Έγκλημα και αιώνια Τιμωρία

Spread the love

Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της Ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.

Όλα άρχισαν όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, η οποία ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει και αυτός συμφώνησε αφού για αντάλλαγμα ο Ασωπός του έταξε ότι μια πηγή με νερό θα αναβλύζει ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του.

Ο Σίσυφος γνώριζε πολλά για την υπόθεση. Τα είπε στον Ασωπό και στη συνέχεια ο Ασωπός καταδίωξε τον Δία. Αφού ο Δίας γλίτωσε, αποφάσισε να τιμωρήσει το Σίσυφο. Έτσι έστειλε τον Σίσυφο στον Άδη.

Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές. Ο Θάνατος αδυνατούσε να πάρει τις ψυχές των θανάσιμα τραυματισμένων ανθρώπων και ζώων, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά από τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα και ανήμπορα έμψυχα όντα. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.

Πάλι όμως ο Σίσυφος είχε προνοήσει. Είχε πει στη γυναίκα του να μη θάψει το σώμα του. Έτσι ζήτησε από τον Άδη τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα. Ο Άδης δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως ο τελευταίος δεν επέστρεψε. Έτσι ήρθε η σειρά του Ερμή να τον πάει στον Άδη.

Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για όλη αυτή τη συμπεριφορά. Οι «κριτές των νεκρών» του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα δεν σταθεροποιείτο και έπεφτε από την άλλη. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.

Τάνταλος

Ο Τάνταλος υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπα θείας και αιώνιας καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ότι το «Θείο» και «Ιερό».

Συγκεκριμένα ο Τάνταλος φέρονταν ως Βασιλεύς της Φρυγίας με έδρα την Σίπυλο. Ήταν γιος του Δία ή του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης του Πέλοπα και του Βροτέα. Ο Τάνταλος λοιπόν ως γιος της Πλουτούς (= της αφθονίας) έφθασε να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολύμπιων Θεών όπου εκ της απληστίας του υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία που μετέφερε στ΄ ανάκτορό του.

Παράλληλα δε προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Εκείνο όμως που αποτέλεσε το φρικαλέο των πράξεών του ήταν που ήθελε να διαπιστώσει αν οι Ολύμπιοι θεοί θα μπορούσαν να εξαπατηθούν! Για τον σκοπό αυτό έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του και να τον προσφέρει σε γεύμα σ΄ αυτούς. Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης έφαγε τμήμα από τον βραχίονα του παιδιού, οι δε άλλοι θεοί που αντελήφθησαν το ανόσιο έγκλημα του παιδοκτόνου Ταντάλου, ανάστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη.

Σύμφωνα με τον Όμηρο η επιβληθείσα θεία και αιώνια καταδίκη του ήταν η ακόλουθη: Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον πατέρα των θεών Δία (=θανατώθηκε) κατήλθε στον Άδη όπου κατ΄ εντολή των θεών, διατηρουμένων έμβιων αναγκών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς (αφθονία). Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέρχονταν αμέσως σε μεγάλο ύψος, όταν δε έσκυβε να πιει νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρύνονταν από τα πόδια του.

Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε περισσότερο γνωστή ως «μαρτύριο του Ταντάλου».

Ο αρχαίος Έλληνας ζωγράφος Πολύγνωτος σε πίνακά του απεικόνισε αυτό το μαρτύριο. Επίσης διασώθηκε η εικόνα του μαρτυρίου αυτού σε γλυπτή σαρκοφάγο που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού στην οποία και συνυπάρχουν τα επίσης μαρτύρια του Σίσυφου και του Ιξίονα. Τέλος το αυτό μαρτύριο φέρεται σε παράσταση σε αγγείο στο Μουσείο του Μονάχου.

Επίσης, το όνομα του Ταντάλου φέρει ο αστεροειδής 2102 Τάνταλος (2102 Tantalus), που ανακαλύφθηκε το 1975 από τον C. Kowal.

Ιξίονας

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων (Ιξίωνας) ήταν ένας από τους Λαπίθες, βασιλιάς της Θεσσαλίας (με έδρα πιθανόν την Ιωλκό) και γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηιονέα ή Δηίονα, υιού του Αιόλου, βασιλέα της Φωκίδας. Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αθέτησε όμως την υπόσχεσή του. Ο Δηϊονεύς σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίωνα. Ο τελευταίος απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα.

Μόλις έφτασε ο Δηϊονέας, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν οι πάντες. Σκοτώνοντας τον πεθερό του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελληνική μυθολογία που σκότωνε συγγενή του. Η τιμωρία που επέσειε κάτι τέτοιο ήταν τρομερή.

Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι ποιου σημείου έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο – θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες). Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ’ έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο.

Ο μύθος του Ιξίωνα μνημονεύεται από τον Διόδωρο, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο (Γεωργικά, 4 και Αινειάδα, 6), καθώς και από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις, 12