Με την Ελεατική Σχολή συνδέεται συχνά το όνομα του Μέλισσου του Σάμιου, στον οποίο μάλιστα αποδίδεται ένα βιβλίο Περί του Όντος ή Περί Φύσεως: η σημασία του ελεατισμού όμως οφείλεται λιγότερο σ’ αυτούς που συνδέθηκαν μαζί του και περισσότερο σ’ αυτούς που στοχάσθηκαν πάνω στις θέσεις του.
Ο Πλάτων έδωσε το όνομα του Παρμενίδη σ’ έναν από τους διάλογους του, όπου τίθενται όλα τα εγγενή στον ελεατισμό προβλήματα: τα προβλήματα αυτά θα επιλυθούν στον Σοφιστή. Αν δεχτούμε ότι το Είναι είναι και το Μη Είναι δεν είναι, τότε αδυνατούμε να ορίσουμε αυτόν τον έμπορο σφαλμάτων που αποκαλούμε σοφιστή: γιατί οχυρούμενος ακριβώς πίσω από τη διατύπωση του Παρμενίδη, θα μας πει ότι το σφάλμα εμπίπτει κατ’ εξοχήν στο μη ον, και εφόσον το μη ον έχει γίνει δεκτό ως αδιανόητο και άρρητο, τότε κατά συνέπεια δεν μπορεί να του αποδοθεί η μομφή ότι διδάσκει το ψεύδος και το σφάλμα, αυτό δηλαδή που εξ ορισμού αποτελεί μη ον. Για να μπορέσουμε λοιπόν να υπερβούμε τη δυσχέρεια αυτή, είμαστε αναγκασμένοι να διαπράξουμε τη συμβολική «πατροκτονία» της εναντίωσης στην παρμενιδική θέση, λέγοντας ουσιαστικά κατά κάποιο τρόπο πως το Είναι δεν είναι και τοΜη Είναι είναι. Το Μη Είναι, κατά τον Πλάτωνα, δεν είναι το αντίθετο του Είναι, αλλά ένα άλλο Είναι, αναγνωρίζοντας έτσι μια θετικότητα στην άρνηση και ορίζοντας το μη ον ως ετερότητα. Αν το μη ον αποτελεί ένα Είναι διαφορετικό του Είναι, τότε μπορούμε να ορίσουμε και το σφάλμα και τον σοφιστή. Από την άλλη πλευρά τώρα, το Είναι δεν είναι γιατί συνιστά αυτό ακριβώς που διατρέχει τα όντα, είναι η σχέση που συνδέει ένα ον μ’ ένα άλλο ον. Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, ενώπιον κεφαλαιωδών για την ιστορία των ιδεών αποφάνσεων, ιστορία που από τον Σοφιστή του Πλάτωνα ως τον Χέγκελ εμφανίζει από την άποψη αυτή ένα είδος συνέχειας.
Πράγματι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ο εγελιανισμός παρουσιάζεται ως μια απόπειρα σύνθεσης ελεατισμού και ηρακλειτισμού. Ο Χέγκελ είναι ο φιλόσοφος εκείνος που έθεσε σε λειτουργία το ελεατικό Είναι μέσα στην ιστορία, τοποθετώντας το Είναι του γίγνεσθαι εντός ενός γίγνεσθαι του Είναι. Με τον Χέγκελ, το Είναι του Παρμενίδη υποστασιοποιείται μέσα στη ροή της ιστορίας: το Είναι παύει ν’ αποτελεί ουσιαστικό για να γίνει ρήμα, ένα Ρήμα θείο.
Jean Brun «Οι Ελεάτες»